Η ΕΚΤ έτοιμη να αγκαλιάσει τους «έκπτωτους αγγέλους»
Σε επαγρύπνηση εν αναμονή υποβάθμισης εταιρικών ομολόγων σε junk
Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να προειδοποιεί για «σημαντικό κίνδυνο επικείμενων υποβαθμίσεων για τα εταιρικά ομόλογα της Ευρωζώνης λόγω της κρίσης του κορονοϊού», αυξάνονται οι φημολογίες ότι μπορεί να αρχίσει να αγοράζει ομόλογα των αποκαλούμενων «έκπτωτων αγγέλων», εταιρικά ομόλογα δηλαδή που υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου (junk).
Στην περίπτωση που επαληθευτούν οι δυσοίωνες προβλέψεις της ΕΚΤ για αύξηση των υποβαθμίσεων εταιρικών ομολόγων, μεγάλοι επενδυτές, όπως ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία διακρατούν κατά το πλείστον ενεργητικό υψηλής αξιολόγησης (investment grade), θα σπεύσουν να ρευστοποιήσουν τα ομόλογα που έχουν στη διάθεσή τους, κίνηση που θα έπληττε τις τιμές και μαζί την ικανότητα των επιχειρήσεων να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους. Ωστόσο, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι αυτό το αναμενόμενο κύμα υποβαθμίσεων δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί, γεγονός που έχει κάνει κάποιους αναλυτές να θεωρούν ότι οι παραπάνω φήμες, ότι η ΕΚΤ θα αγοράζει ομόλογα των «έκπτωτων αγγέλων», ίσως να είναι και λίγο πρόωρες.
Πηγές ανέφεραν στο Reuters ότι αξιωματούχοι της ΕΚΤ εξετάζουν εάν θα προσθέσουν στο έκτακτο πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας ύψους 1,35 τρισ. ευρώ και εταιρικά ομόλογα που υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία junk, όπως έπραξε και η Φέντεραλ Ριζέρβ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο, στοιχεία της Refinitiv δείχνουν ότι μέχρι στιγμής μόνο τρεις επιχειρήσεις (που θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις να ενταχθούν στο πρόγραμμα) έχουν χάσει την υψηλή πιστοληπτική τους διαβάθμιση (investment grade) από τις 7 Απριλίου - η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Renault, η γερμανική αεροπορική εταιρεία Lufthansa και ο όμιλος real estate με έδρα το Βερολίνο Ado Properties.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ δέχεται χρέος στην κατηγορία junk
που υποβαθμίστηκε μετά τις 7 Απριλίου ως εγγύηση στις χορηγήσεις δανείων προς τράπεζες και η ημερομηνία αυτή αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ΕΚΤ εάν αποφασίσει να προσθέσει και ομόλογα στην κατηγορία υψηλού ρίσκου στο πρόγραμμα αγοράς της. Ακόμη όμως και εάν ανατρέξει κάποιος πιο πίσω, στα μέσα Μαρτίου, όταν άρχισαν να επιβάλλονται τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορονοϊού, θα μπορούσε να βρει άλλες δύο εταιρείες, τη γερμανική κατασκευάστρια ανταλλακτικών μερών αυτοκινήτου ZF Friedrichshafen και τον ιταλικό όμιλο λιανεμπορίου Esselunga.
« To μέτρο αυτό, δηλαδή η αγορά εταιρικών ομολόγων στην κατηγορία junk, θα μπορούσε να καταστεί ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο και να επηρεάσει ελάχιστες εταιρείες, οι οποίες προ
στατεύονται ήδη από τη ρύθμιση της ΕΚΤ με τα collateral, συνεπώς δεν αναμένεται διεύρυνση του έκτακτου προγράμματος αγορών», επισημαίνει ο Μάρκο Μπρανκολίνι, στρατηγικός αναλυτής της Nomura.
H Fed στις ΗΠΑ αγοράζει ήδη ομόλογα στην κατηγορία junk, με την προϋπόθεση ότι το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών θα επωμιστεί τις πρώτες ζημίες. Η Ιζαμπέλ Σκνάμπελ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, έχει ήδη δηλώσει ότι ο εν λόγω μηχανισμός θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην Ευρωζώνη.
«Σκουπίδια» έως και 110 δισ.
Οι όποιες υποβαθμίσεις, εκτιμούν κάποιοι οικονομολόγοι, θα συμβούν με καθυστέρηση και σε σταδιακά κύματα, όπως συνέβη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007. Εάν επανα
ληφθεί αυτό το μοτίβο, η ΕΚΤ εκτιμά ότι ομόλογα ονομαστικής αξίας 110 δισ. ευρώ θα υποβαθμιστούν στην κατηγορία junk το επόμενο έτος. Ορισμένοι, πάλι, βλέπουν τους οίκους αξιολόγησης πολύ πιο επιθετικούς, γεγονός που σημαίνει ότι οι υποβαθμίσεις δεν θα αργήσουν και πολύ. Ο Μπρανκολίνι της Nomura βλέπει μέχρι στιγμής ως επιθετικό μόνο τον οίκο Fitch, καθώς οι υπόλοιποι, Moody’s, S&P και DBRS, έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν στάση αναμονής. Ωστόσο, αίσθηση προκάλεσαν και οι χθεσινές προειδοποιήσεις του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ ότι η ανάκαμψη δεν θα είναι τύπου «V» και ότι θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Θωράκιση των νοικοκυριών
Την ίδια στιγμή, ξεχωριστή έκθεση της ΕΚΤ έδειξε ότι τα κρατικά προγράμματα επιδότησης των μισθών θωράκισαν τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης από μεγάλες απώλειες στα εισοδήματά τους. Με βάση πληθώρα πρωτοβουλιών «μείωσης του χρόνου εργασίας» οι επιχειρήσεις μπορούν να αναστέλλουν προσωρινά τις συμβάσεις εργασίας σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και οι κυβερνήσεις καλούνται να πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών στους μισθούς με αντάλλαγμα τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας, όπως συνέβη και κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/08. Εάν δεν υπήρχαν αυτές οι διευθετήσεις, τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης θα είχαν χάσει το 22% του εισοδήματός τους από την εργασία τους στη διάρκεια των lockdown Μαρτίου και Απριλίου, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Μετά τον τερματισμό των περιορισμών, η απώλεια στο εργασιακό εισόδημα μπορεί να περιοριστεί στο 3%, εκτιμά η έκθεση. Υπολογίζεται ότι περίπου 35 εκατ. εργαζόμενοι στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης βρέθηκαν σε πρόγραμμα μειωμένης εργασίας στο απόγειο της κρίσης και αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η ανεργία αυξήθηκε μόλις στο 7,3% τον Απρίλιο στην Ευρωζώνη, στο ήμισυ του ποσοστού των ΗΠΑ.