Προβλημάτισε η σκληρή οροφή των 680 μονάδων
Προϋπόθεση για την προσέγγιση των 700 μονάδων η ουσιαστική συναλλακτική αναβάθμιση, σχολιάζουν αναλυτές
Στην αγορά της Αθήνας είχαμε χθες μια κίνηση τιμών που έμοιαζε με «Μ», αλλά το δεύτερο πόδι ήταν μικρότερο. Συνεπώς, δύο φορές η αγοραστική διάθεση έδωσε στον μέσο όρο τιμές πάνω από τις 681 μονάδες, αλλά και τις δύο ακολούθησαν σημαντικές πιέσεις. Αρκετοί εγχώριοι παράγοντες θεώρησαν ως αιτία τη Citigroup. Σε αναφορά που είδε το φως της δημοσιότητας χθες, τόνισε πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν «ελκυστικές αποτιμήσεις, αλλά η μακροοικονομική αδυναμία βαραίνει στα κέρδη τους». Συνολικά παραμένει ουδέτερη και χαρακτηρίζει υψηλού κινδύνου τις μετοχές τους.
Η Citigroup εκφράζει μια προτίμηση για τη μετοχή της Eurobank, για την οποία προτείνει μειωμένη τιμή - στόχο στο 0,50 ευρώ, από 1 ευρώ. Για την ΑΛΦΑ προτείνει τιμή - στόχο στο 0,80 ευρώ, από 1,90 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα προτείνει τιμή - στόχο στο 1,50 ευρώ, από 2,80 ευρώ και για την Πειραιώς τιμή - στόχο στο 1,90 ευρώ, από 3,30 ευρώ.
Ο Δημήτρης Τζάνας, διευθυντής Επενδύσεων της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, μεταξύ άλλων, σχολίασε: «Τα κρούσματα της πανδημίας σημειώνουν αύξηση τις τελευταίες ημέρες σε διάφορες χώρες, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα. Αν και καμία χώρα δεν προτίθεται να επαναφέρει τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα των προηγούμενων μηνών, η αρνητική επίδραση στην ψυχολογία των πολιτών είναι εμφανής, οδηγώντας σε συμπεριφορές περιστολής τόσο της κατανάλωσης των νοικοκυριών όσο και των επενδύσεων των επιχειρήσεων. Έτσι, παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα αποταμίευσης στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ελλάδα, είτε λόγω της συντηρούμενης φοβικής στάσης των πολιτών, είτε λόγω οικονομικής δυσπραγίας, είτε λόγω άλλων ψυχολογικών αιτίων που είναι της αρμοδιότητας διαφόρων ειδικοτήτων επιστημόνων. Εν όψει των παραπάνω, η επάνοδος της κανονικότητας στην παγκοσμιοποίηση μετατίθεται χρονικά και η κίνηση κεφαλαίων για οποιουσδήποτε λόγους (εμπορικούς, τουριστικούς, επενδυτικούς) παραμένει σε υποτονικά επίπεδα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «με αυτά τα δεδομένα, η πορεία των εταιρικών μεγεθών δεν αναμένεται να κινηθεί ανοδικά παρά μόνο μετά το 2021 με την επάνοδο στα μεγέθη του 2019 να συμβαίνει μετά το 2022, με τις εξαιρέσεις συγκεκριμένων τεχνολογικών κλάδων που έχουν ευνοηθεί την περίοδο της πανδημίας. Όμως, οι δείκτες στις αγορές συνεχίζουν να κινούνται
ανοδικά με μικρά διαλείμματα διορθώσεων, προεξοφλώντας τις επερχόμενες καλύτερες ημέρες για τις οικονομίες σε όρους αυξημένων ρυθμών μεγέθυνσης και θέσεων απασχόλησης. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων δράσεων των Κεντρικών Τραπεζών και των δημοσιονομικών πακέτων στήριξης. Ειδικότερα, η ΕΚΤ με το μηχανισμό της χορήγησης ρευστότητας με αρνητικό (!) επιτόκιο, έδωσε 1,3 τρισ. ευρώ τις προηγούμενες ημέρες στις τράπεζες της Ευρωζώνης δημιουργώντας τις προϋποθέσεις εκτεταμένης πιστωτικής επέκτασης από μέρους των τραπεζών στο επόμενο διάστημα, ενώ την ίδια ώρα ο συνδυασμός κρατικών εγγυήσεων και χαλαρότερων κανόνων εποπτείας του SSM επιτρέπει τη χορήγηση δανείων και σε λιγότερο αξιόχρεους δανειολήπτες».
Και ο κ. Τζάνας καταλήγει: «Στην ελληνική οικονομία, τα διαθέσιμα στο μαξιλάρι του υπουργού Οικονομικών φτάνουν τα 37,5 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το επίπεδο προ της πανδημίας! Την ίδια ώρα, τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν συντηρούν στο ελληνικό χρηματιστήριο το θετικό μομέντουμ με τη συνεχιζόμενη καθοδήγηση από τον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος έχει λάβει συνολική ρευστότητα 35 δισ. ευρώ τις τελευταίες ημέρες από τους διάφορους μηχανισμούς υποβοήθησης της ΕΚΤ (αγορές τίτλων στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης και ρευστότητα μέσω των TLTROs, των στοχευμένων δηλαδή μακροπρόσθεσμων δράσεων αναχρηματοδότησης). Έτσι, ο τραπεζικός κλάδος είναι σε θέση να ικανοποιήσει το σύνολο των δανειοδοτικών αιτημάτων, διαμορφώνοντας έτσι τις προϋποθέσεις για υποβολή αιτημάτων για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ενώ εκκρεμούν τα ύψους 20 δισ. ευρώ κονδύλια του ΕΣΠΑ 201227, αλλά και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που είναι πιθανό να εγκρίνει η Σύνοδος Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών στις 17-18 Ιουλίου. Επιπλέον, οι αλλαγές των συντελεστών στάθμισης των δεικτοβαρών τίτλων με οροφή το 10% για τις μετοχές του δείκτη FTSE 25 ευνοούν τις μετοχές των τραπεζών, που αναμένεται να έχουν αυξημένη εκπροσώπηση στα χαρτοφυλάκια θεσμικών επενδυτών. Παρ’ όλα αυτά, η κίνηση του Γ.Δ. προς τις 700 μονάδες δεν θα συντελεστεί αν δεν υπάρξει ουσιαστική συναλλακτική αναβάθμιση, εξέλιξη που είναι πιθανό να δρομολογηθεί τις επόμενες ημέρες, στον βαθμό που υπάρξουν οι κατάλληλοι θετικοί καταλύτες».