Η νέα προσέγγιση του ανθρώπινου κεφαλαίου στη μετά Covid εποχή
Adecco: Επένδυση σε απασχόληση, διά βίου μάθηση και ευέλικτη εργασία
Καλύτερη ειδίκευση των εργαζομένων, διά βίου μάθηση και ευέλικτη εργασία είναι οι τρεις τομείς στους οποίους πρέπει να επενδύσουν οι επιχειρήσεις στη μετά Covid-19 εποχή, σύμφωνα με την Adecco, που εκτιμά ότι αυτή η στρατηγική οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα, καλύτερα ατομικά εισοδήματα και περισσότερη ασφάλεια. Η φετινή έκθεση Inovantage προτρέπει τους εργοδότες σε επανεξέταση της δυναμικής των επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο, σε συνέχεια μιας περιόδου έντονων εξελίξεων με σαφή δείγματα ύφεσης στο οικονομικό περιβάλλον και με αύξηση της ανεργίας - τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον ευρύτερο κόσμο, οι κυβερνήσεις και οι οργανισμοί έχουν υιοθετήσει ευέλικτες μορφές εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν εργασία από το σπίτι, όπου είναι δυνατόν, διαφοροποιημένα προγράμματα εργασίας που αποσκοπούν στην αποφυγή συνωστισμού στις ώρες αιχμής στις δημόσιες συγκοινωνίες, ειδικές ρυθμίσεις για εργαζόμενους με μικρά παιδιά που δεν είχαν πρόσβαση στην παιδική μέριμνα ή το σχολείο και μέτρα στήριξης για τη διασφάλιση εισοδήματος για όσους έμειναν άνεργοι λόγω της κρίσης.
Η μελέτη αναλύει τις παγκόσμιες τάσεις στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, με περιοχή εστίασης την Κεντρική και Ανα
τολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένων χωρών όπως: Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Κροατία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οι τάσεις απασχόλησης στην υπό εξέταση περιοχή είναι πολύ διαφορετικές από χώρα σε χώρα, αλλά φαίνεται πως κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων χωρών είναι πως τηρούν μια παθητική και όχι προορατική στάση όσον αφορά τις αγορές εργασίας τους. Η άμεση συμμετοχή στις αλυσίδες εφοδιασμού της Δυτικής Ευρώπης είναι ένας κοινός μοχλός ανάπτυξης της βιομηχανίας της ευρύτερης περιοχής, ενώ χώρες με σημαντική γεωγραφική θέση, όπως η Ελλάδα και η Κροατία, έχουν υψηλά ποσοστά απασχόλησης στον τουριστικό τομέα. Ειδικά στην Ελλάδα, το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού απασχολείται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τις μεταφορές, τον τουρισμό και τις υπηρεσίες τροφίμων.
Οι διαφορετικές τάσεις όσον αφορά την απασχόληση ανάμεσα στις υπό εξέταση χώρες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην καθεμία. Ορισμένες χώρες είχαν μια αξιοσημείωτη απόδοση τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τα ποσοστά συμμετοχής του ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας. Η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Τουρκία βλέπουν τα ποσοστά απασχόλησης το 2019 να ξεπερνούν τα επίπεδα προ κρίσης το 2008 κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες ή περισσότερο, ενώ και η Σερβία έχει σημειώσει πρόσφατα αύξηση των ποσοστών απασχόλησης.
Στην Ελλάδα, που επλήγη από μακροχρόνια ύφεση, βλέπουμε πως παρατηρήθηκε μία μικρή αύξηση στο ποσοστό απασχόλησης από το 2013 και μετά, αλλά παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα (61,2%) από εκείνα στην αρχή της κρίσης το 2008 (66,3%). Mε εξαίρεση λοιπόν την Ελλάδα, οι αγορές
εργασίας στην ευρύτερη περιοχή μπορούν γενικά να θεωρηθούν πιο δυναμικές από ό,τι πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Ωστόσο, η άνοδος των ποσοστών απασχόλησης δεν έχει συνδεθεί με ευελιξία στις αγορές αυτές και όσον αφορά την αύξηση του κόστους εργασίας ηγούνται σε επίπεδο Ε.Ε. (Eurostat, 2020). Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα:
Οι εταιρείες να αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να ανταποκριθούν στην εύρεση των αναγκαίων δεξιοτήτων. Σε ορισμένες χώρες η κατάσταση είναι ιδιαίτερα προβληματική, με τα ποσοστά κενών θέσεων στην Τσεχία να υπερβαίνουν το 6% το 2019, ενώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η ετήσια έρευνα της ManpowerGroup για την έλλειψη ταλέντων έδειξε ότι 8 στους 10 εργοδότες στην Ελλάδα (ή ποσοστό 77%) αντιμετωπίζουν δυσκολία στην κάλυψη κενών θέσεων - ποσοστό που αποτελεί ρεκόρ 11ετίας.
Η μετάβαση από ένα μοντέλο χαμηλών μισθών στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί αύξηση της παραγωγικότητας και εργαζόμενους με καλύτερη ειδίκευση.
Η μειωμένη προσφορά ειδικευμένων εργαζομένων στην αγορά εργασίας ασκεί μεγαλύτερη πίεση στις εταιρείες να διατηρήσουν και να επανεκπαιδεύσουν το προσωπικό τους.
Χαρακτηριστικό των χωρών στην υπό εξέταση περιοχή είναι η χαμηλή συμμετοχή μεγάλου ποσοστού του ενεργού ηλικιακά πληθυσμού στην αγορά εργασίας, με τις χώρες της Κεντρικής, της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής να έχουν υψηλότερα ποσοστά ατόμων σε παραγωγικές ηλικίες εκτός του εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες χώρες. Ενώ η προσφορά για ευέλικτη εργασία στην περιοχή εξακολουθεί να είναι κάπως περιορισμένη, η ζήτηση δείχνει τάσεις ανόδου, καθώς πρέπει να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθούν τα ταλέντα αυτών των υπο-εκπροσωπούμενων ομάδων στην αγορά εργασίας.
Το φαινόμενο αυτό μάλιστα είναι ιδιαίτερα έντονο και ανησυχητικό στην Τουρκία, όπου πάνω από το 40% του συνόλου του ενεργού ηλικιακά πληθυσμού δεν είναι μέρος του εργατικού δυναμικού και η συμμετοχή του γυναικείου εργατικού δυναμικού είναι πολύ χαμηλή. Το ίδιο παρατηρείται στη Ρουμανία, στην Κροατία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και την Πολωνία.