Κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και μεσοπρόθεσμες προκλήσεις
Με στοιχεία Μαρτίου 2020 τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σε επίπεδα (14,5% και 16,1% αντίστοιχα) υψηλότερα των εποπτικών απαιτήσεων.
Εντούτοις, οι δείκτες είναι ελαφρώς μειωμένοι σε σχέση με την προηγούμενη νομισματική πολιτική, λόγω κυρίως (α) της εφαρμογής των εποπτικών μεταβατικών ρυθμίσεων για την επίδραση του ΔΠΧΑ 9 και δευτερευόντως (β) του χαμηλότερου αποθέματος των ομολόγων που, αποτιμώμενα στην εύλογη αξία, καταγράφονται στα λοιπά συνολικά έσοδα και καταχωρούνται στην καθαρή θέση και (γ) των ζημιών χρήσεως που εμφάνισαν ορισμένες τράπεζες. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Όπως έχει επισημάνει η Τράπεζα της Ελλά
δος και σε προηγούμενες εκθέσεις της, πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, γεγονός που χρήζει αντιμετώπισης, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης στρατηγικής για τη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων.
Τα ΜΕΔ
Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια συνέχισαν να υποχωρούν - αναμένεται όμως να αντιστραφεί αυτή η τάση εξαιτίας της πανδημίας. Σύμφωνα με τα προσωρινά εποπτικά στοιχεία Μαρτίου 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) διαμορφώθηκαν σε 60,9 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 7,6 δισ. ευρώ (ή 11,1%) συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Η μείωση
αυτή οφείλεται στη μεταφορά ΜΕΔ εντός ομίλου από την τράπεζα Eurobank εν όψει της ολοκλήρωσης της συναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2020, αποτελεί την πρώτη τιτλοποίηση στην Ελλάδα που χρησιμοποιεί το Πρόγραμμα Παροχής Εγγυήσεων σε Τιτλοποιήσεις Πιστωτικών Ιδρυμάτων («Ηρακλής»), για ποσό 2,4 δισ. ευρώ. Εξαιρουμένης αυτής της ενδοομιλικής συναλλαγής, η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά το α’ τρίμηνο του 2020 ανήλθε σε περίπου 1,1 δισ. ευρώ (ή 1,3%) και οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 0,6 δισ. ευρώ και σε μικρότερο βαθμό σε ρυθμίσεις δανείων. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε τον Μάρτιο του 2020 σε υψηλό επίπεδο (37,4%), εντούτοις μειώθηκε για πρώτη φορά έπειτα από αρκετά έτη σε επίπεδα κάτω του 40% σε ατομική βάση, απόρροια της προαναφερθείσας
συναλλαγής. Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 40,4% για το στεγαστικό, 47,9% για το καταναλωτικό και 34,2% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Όσον αφορά τη διάρθρωση των ΜΕΔ σε απόλυτα μεγέθη, το 54% αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 35% στεγαστικά και το 11% καταναλωτικά δάνεια. Περίπου το μισό του υπολοίπου των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων αντιπροσωπεύει δάνεια οι συμβάσεις των οποίων έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες. Το ποσοστό κάλυψης ΜΕΔ από προβλέψεις παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 43,6%.
Εκτιμάται ότι ο εν λόγω δείκτης είναι χαμηλότερος από ό,τι θα αναμενόταν για έναν τραπεζικό κλάδο με σημαντικά προβλήματα ποιότητας ενεργητικού. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσαν οι συστημικές τράπεζες, έως τα τέλη Μαΐου 2020 το ύψος των δανείων για τα οποία έχουν υποβληθεί αι
τήσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά για υπαγωγή στα μέτρα αναστολής δόσεων ενήμερων δανείων ανήλθε σε περίπου 15 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 19% περίπου των πιστούχων που πληρούσαν τα κριτήρια υπαγωγής. Τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν υψηλότερα στα νοικοκυριά και στις μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες.
Νέες καθυστερήσεις
Η πανδημία εκδηλώθηκε σε μία περίοδο κατά την οποία οι ελληνικές τράπεζες προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το ήδη υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ (το οποίο είναι πολλαπλάσιο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε., που ήταν 2,7% με στοιχεία Δεκεμβρίου 2019) και οι επιδόσεις μείωσής τους μέσω ενεργητικής διαχείρισης πέραν των πωλήσεων και διαγραφών ήταν σχετικά χαμηλές. Ενδεικτικά, ακόμη και πριν από την πανδημία παρέμενε υψηλό το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης,
αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Δεδομένης της επίδρασης της πανδημίας και της αναμενόμενης αύξησης των ΜΕΔ στα τέλη του 2020 ή κατά τη διάρκεια του 2021, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν συστημικές λύσεις που θα δρουν συμπληρωματικά προς το σχέδιο «Ηρακλής».
Μια τέτοια λύση είναι η δημιουργία εταιρείας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company), η οποία θα αναλάβει τη διάθεση ενός ικανού ποσοστού ΜΕΔ. Θα ήταν επιθυμητό να συνοδευθεί η δημιουργία ενός τέτοιου σχήματος με την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται ένα σχήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ο νέος, υπό διαμόρφωση, πτωχευτικός κώδικας αναμένεται επίσης να βοηθήσει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν το χρονίζον πρόβλημα των ΜΕΔ.