Τέλος επιτηδεύματος και ελληνικά παράλογα
HΕλλάδα βρίσκεται σε μια τραγική οικονομική κατάσταση, έπειτα από δεκαετή κρίση - μοναδική στην παγκόσμια ιστορία, μεγαλύτερη ακόμα και από εκείνη της Μεγάλης Ύφεσης του 1929- 1932. Αυτό μαρτυρούν όλοι οι οικονομικοί δείκτες και αυτό βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες.
Πόσοι, όμως, από τους πολιτικούς που ασκούν εξουσία -με οποιονδήποτε τρόπο- έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος και το βάθος αυτής της πληγής; Ελάχιστοι! Κι αυτό, γιατί δεν κατάλαβαν τι έγινε πραγματικά ούτε και τι προσπάθειες θα απαιτηθούν για να γίνουμε μια κανονική χώρα.
Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη την τραγικότητα αυτή, άρχισε άμεσα να μειώνει τις φορολογικές επιβαρύνσεις φυσικών και νομικών προσώπων, ώστε αφενός να ανακουφιστούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις και αφετέρου να ανακάμψει βαθμηδόν η ελληνική οικονομία. Και στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, ορθά, νομοθέτησε την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος σε όσες επιχειρήσεις το 2018 ήταν σε αδράνεια, αφού ήταν πράγματι άδικο μια επιχείρηση που, ουσιαστικά, δεν λειτουργούσε το έτος αυτό να καταβάλει το επιβαλλόμενο τέλος των 1.000 ευρώ - στις περισσότερες περιπτώσεις.
Έτσι, το αρμόδιο υπουργείο νομοθέτησε σχετικά και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17, του Ν. 4577/2018 (Α΄ 199): «Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) αντικαθίσταται ως εξής:
Από το φορολογικό έτος 2018 και εφεξής εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους [...] και οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως νομικής μορφής που βρίσκονται σε εκκαθάριση, πτώχευση ή αδράνεια. Σε περίπτωση που η αδράνεια δεν καταλαμβάνει ολόκληρο το φορολογικό έτος εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος».
Δηλαδή από το φορολογικό έτος 2018 και εφεξής όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε αδράνεια δεν καταβάλλουν τέλος επιτηδεύματος. Και εδώ γεννάται το ερώτημα: Όσες επιχειρήσεις ήταν σε ουσιαστική αδράνεια -δηλαδή δεν είχαν καθόλου συναλλαγές-, αλλά δεν είχαν δηλώσει την αδράνεια αυτή, έχουν το δικαίωμα να τη δηλώσουν εκπρόθεσμα και να απαλλαγούν από το τέλος επιτηδεύματος;
Η απάντηση είναι ότι βεβαιότατα έχουν δικαίωμα να δηλώσουν εκπρόθεσμα την αδράνεια, πληρώνοντας το πρόστιμο των 100 ευρώ, όπως επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1163/2016, «Ως ημερομηνία διακοπής (εργασιών φορολογουμένων - Φυσικών, Νομικών Προσώπων και Νομικών Οντοτήτων), στην εν λόγω δήλωση, θα αναγράφεται ο πραγματικός χρόνος παύσης των εργασιών τους. Όταν η δήλωση διακοπής εργασιών υποβάλλεται πέραν της ως άνω προθεσμίας, είναι εκπρόθεσμη και επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 54, παρ. 2, περ. α’ του Ν. 4174/2013 (100 ευρώ).
Β. Για τη διαπίστωση του πραγματικού χρόνου παύσης των εργασιών, λαμβάνονται υπόψη τα παρακάτω:
1. Η άσκηση ή μη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατά το κρινόμενο διάστημα, η οποία αποδεικνύεται από την έκδοση και λήψη φορολογικών στοιχείων, όπως προκύπτει από τα υποβληθέντα αρχεία μέσω των καταστάσεων πελατών και προμηθευτών, καθώς και τα αρχεία που δημιουργούν οι ΦΗΜ.
Γ. Η υποβολή μηδενικών δηλώσεων [...] Φορολογίας Εισοδήματος Νομικών Προσώπων και Νομικών Οντοτήτων, ΦΠΑ, καθώς και η ύπαρξη βεβαιωμένων οφειλών δεν επηρεάζει τη διαπίστωση της διακοπής βάσει του πραγματικού χρόνου παύσης εργασιών».
Επομένως, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, υπάρχει το δικαίωμα εκπρόθεσμης δήλωσης σε περίπτωση διακοπής - εννοείται και αδράνειας-, με την υποχρέωση, όμως, της καταβολής του επιβαλλόμενου προστίμου -των 100 ευρώ- και την προϋπόθεση της διαπίστωσης του πραγματικού χρόνου παύσης των εργασιών ή της αδράνειας, ο οποίος αποδεικνύεται από την άσκηση ή μη της επιχειρηματικής δραστηριότητας -στην περίπτωση της διακοπής- ή της διενέργειας συναλλαγών - στην περίπτωση της αδράνειας. Και επιπλέον, η υποβολή μηδενικών δηλώσεων ΦΠΑ δεν επηρεάζει το γεγονός της διαπίστωσης της διακοπής ή της αδράνειας του πραγματικού χρόνου εργασιών.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παρ. 8, του Ν. 4281/2014, «Το άρθρο 38 του Κώδικα ΦΠΑ ( ν. 2859/2000) αντικαθίσταται ως εξής:
1. Οι υπόχρεοι στο φόρο, που ενεργούν φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου, για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30, οφείλουν να υποβάλουν δήλωση ΦΠΑ για κάθε φορολογική περίοδο.
2. Η φορολογική περίοδος ορίζεται: α) Ένας ημερολογιακός μήνας προκειμένου για υπόχρεους οι οποίοι υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα [...].
3. Δήλωση ΦΠΑ δεν υποβάλλουν οι υπόχρεοι που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών, από τον χρόνο υποβολής σχετικής δήλωσης μεταβολής».
Άρα η επιχείρηση που έχει δηλώσει την αδράνεια δεν υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ. Εφόσον, όμως, υπάρχει αδράνεια, αλλά αυτή δεν έχει δηλωθεί, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ. Συνεπώς, εάν σε κάποιες επιχειρήσεις υπήρχε ουσιαστική αδράνεια -δηλαδή αυτές δεν είχαν καθόλου συναλλαγές-, αλλά δεν την είχαν δηλώσει, τότε καλώς και σύμφωνα με το νόμο υπέβαλαν δηλώσεις ΦΠΑ για κάθε μήνα. Και παρόλο που τα θέματα αυτά είναι ξεκάθαρα και παρά του ότι η θέση αρκετών προϊσταμένων των ΔΟΥ ήταν σύμφωνη με αυτές τις απόψεις, οι εντολές από το υπουργείο Οικονομικών προς αυτούς ήταν τελείως αντίθετες, με αποτέλεσμα οι Εφορίες να μη δέχονται την εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων σε αδράνεια, εάν είχαν υποβληθεί δηλώσεις ΦΠΑ (!), παραβαίνοντας ουσιαστικά τους νόμους που αυτοί οι ίδιοι είχαν θεσπίσει. Και όταν είναι τελείως σαφές, ότι για το κρινόμενο διάστημα της παύσης των εργασιών (ή της αδράνειας) μετράει ο πραγματικός χρόνος, ο οποίος προκύπτει από τα υποβληθέντα στοιχεία, και ότι η υποβολή μηδενικών δηλώσεων ΦΠΑ δεν επηρεάζει τον πραγματικό χρόνο της παύσης των εργασιών ή της αδράνειας.
Δηλαδή, το υπουργείο Οικονομικών υποστηρίζει ότι αν μια επιχείρηση πληροί όλες τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο νόμος για να χαρακτηριστεί αδρανής, είχε υποβάλει - υποχρεωτικά και νομότυπαδηλώσεις ΦΠΑ το 2018, τότε αίρεται η αδράνεια αυτής της επιχείρησης και δεν εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος!
Εδώ, λοιπόν, το παράλογο και αντιφατικό και πέρα από κάθε έννοια δικαίου, επιστημονικής ορθότητας, αλλά και λογικής, είναι ότι, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης της αδράνειας, αναιρείται το δικαίωμα τούτο, με τη δικαιολογία της υποβολής δηλώσεων από τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε ουσιαστική αδράνεια και τις οποίες θέλησε να διευκολύνει ο νόμος! Και αν, επί παραδείγματι, μια επιχείρηση ήταν σε πραγματική αδράνεια τους δέκα μήνες του 2018 και υπέβαλε κανονικά και σύμφωνα με το νόμο μηδενικές δηλώσεις ΦΠΑ για το χρονικό αυτό διάστημα, όπως ήταν υποχρεωμένη, με την ψήφιση του νόμου περί απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος τον Νοέμβριο μήνα του 2018, θα ισχύσει η απαλλαγή αυτή μόνο για τους δύο τελευταίους μήνες του 2018; Η απάντηση είναι, φυσικά, όχι. Η απαλλαγή θα ισχύσει για όλο το 2018. Και αφού σ’ αυτήν την περίπτωση θα υπάρξει απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, δεν θα έπρεπε να ισχύσει το ίδιο και στην περίπτωση της εκπρόθεσμης δήλωσης της αδράνειας τον επόμενο χρόνο;
Οι προαναφερόμενες απόψεις μας συμπίπτουν απόλυτα και με εκείνες του ειδικού συνεργάτη της εφημερίδας «Ναυτεμπορική» Γιώργου Παλαιτσάκη. Συγκεκριμένα, ο κ. Παλαιτσάκης στο φύλλο της εφημερίδας στις 2/5/2019 γράφει: «Όσοι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και εργαζόμενοι με “μπλοκάκια” δεν έχουν δηλώσει ακόμη ότι βρίσκονταν σε “αδράνεια” για ολόκληρο το 2018, προκειμένου να απαλλαγούν πλήρως από το τέλος επιτηδεύματος κατά την εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων εισοδήματος, θα πρέπει να υποβάλουν εκπρόθεσμα τις σχετικές δηλώσεις μεταβολής στα Τμήματα Μητρώου των αρμόδιων ΔΟΥ. Ως ημερομηνία έναρξης της “αδράνειας” θα πρέπει να δηλώσουν την 1η Ιανουαρίου 2018.
Με την υποβολή των εκπρόθεσμων δηλώσεων θα υποχρεωθούν να πληρώσουν πρόστιμο για εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα, το οποίο ανέρχεται σε 100 ευρώ για όλους τους υπόχρεους. Επιπλέον, όσες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς και όσοι εργαζόμενοι με “μπλοκάκια” τέθηκαν σε “αδράνεια” κάποια χρονική στιγμή μέσα στο 2018, εφόσον έχουν ήδη δηλώσει το γεγονός αυτό στη ΔΟΥ ή εφόσον το δηλώσουν εκπρόθεσμα πληρώνοντας πρόστιμο 100 ευρώ, θα πληρώσουν φέτος το τέλος επιτηδεύματος της χρήσης του 2018 μειωμένο κατά ποσοστό ανάλογο του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο έπαψαν να έχουν δραστηριότητα μέσα στο έτος αυτό».
Και στο φύλλο της ίδιας εφημερίδας, στις 20/2/2020, αναφέρει πάλι: «Η “αδράνεια” πρέπει να έχει δηλωθεί στο Τμήμα Μητρώου της αρμόδιας ΔΟΥ είτε εμπρόθεσμα, εντός 30 ημερών από τη στιγμή έναρξης της “αδράνειας”, είτε εκπρόθεσμα, κατόπιν πληρωμής προστίμου 100 ευρώ».
Μα και πρόσφατα, στο φύλλο της 23/6/2020, στην παρ. 4, αναφέρεται: «Από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος εξαιρούνται: α) Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που κατά τη διάρκεια του 2019 βρίσκονταν σε “αδράνεια” [...]. Η “αδράνεια” πρέπει να έχει δηλωθεί στο Τμήμα Μητρώου της αρμόδιας ΔΟΥ είτε εμπρόθεσμα, εντός 30 ημερών από τη στιγμή της έναρξης της “αδράνειας”, είτε εκπρόθεσμα, κατόπιν πληρωμής προστίμου 100 ευρώ».
Θεωρούμε ότι, μετά την αναφορά των συγκεκριμένων διατάξεων και τις ανάλογες επισημάνσεις πάνω στην εφαρμογή αυτών, θα πρέπει οι αρμόδιοι του υπουργείου Οικονομικών να δώσουν οδηγίες στις ΔΟΥ, προκειμένου να εξετάσουν τον πραγματικό χρόνο της αδράνειας από το 2018 -και όχι αν υποβλήθηκαν δηλώσεις ΦΠΑ, αφού υπήρχε τέτοια υποχρέωση, εφόσον η αδράνεια δεν είχε δηλωθεί- και να δεχτούν τις εκπρόθεσμες δηλώσεις, με την καταβολή του επιβαλλόμενου προστίμου των 100 ευρώ. Αυτό επιβάλλει η λογική και η υποχρέωση ενός ευνομούμενου κράτους απέναντι στους πολίτες, που στην κυριολεξία -από δική του υπαιτιότητα, από τα λάθη ή τις παραλείψεις του- μάτωσαν και ματώνουν ή καταστράφηκαν τελείως μέσα στην κρίση. Με ικανοποίηση βλέπουμε ότι η κυβέρνηση, σε αρκετές περιπτώσεις, έχει το σθένος να διορθώνει τα λάθη της. Ας διορθώσει κι αυτό, όσο μικρό κι αν φαντάζει συγκριτικά με τα άλλα. Μην ξεχνάμε, ότι στην κατάσταση που βρισκόμαστε, και το ελάχιστο κακό πονάει πολύ τους πολίτες.
Πρέπει οι αρμόδιοι του υπουργείου Οικονομικών να δώσουν οδηγίες στις ΔΟΥ προκειμένου να εξετάσουν τον πραγματικό χρόνο της αδράνειας από το 2018 και να δεχτούν τις εκπρόθεσμες δηλώσεις, με την καταβολή του επιβαλλόμενου προστίμου των 100 ευρώ.