Καταλύτης μεταρρυθμίσεων η πολιτική της ΕΚΤ
Αρκετοί αναλυτές αποδίδουν συχνά την εξασθένηση του μεταρρυθμιστικού ζήλου χωρών του ευρωπαϊκού Νότου στη χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Νέα έρευνα καταλήγει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
«Whatever it takes!». Με την ιστορική πλέον αυτή φράση -και με τη βοήθεια εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων αλλά και του προγράμματος αγοράς ομολόγων- ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είχε καταφέρει να σώσει το κοινό νόμισμα κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, πολλοί αναλυτές, και μη, στηλίτευσαν τις επιλογές του πρώην κεντρικού τραπεζίτη, ισχυριζόμενοι ότι τα μέτρα επιβάρυναν τις οικονομικά ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, όπως τη Γερμανία, ζημιώ
νοντας, για παράδειγμα, τους Γερμανούς αποταμιευτές. Στην ίδια επιχειρηματολογία εντάσσεται και η ανάγνωση που θέλει τη «βροχή δισεκατομμυρίων » να λειτούργησε ανασταλτικά στην υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, που θα καθιστούσαν τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κατά συνέπεια το σύνολο της ζώνης του ευρώ πιο ανταγωνιστικές.
Νέα έρευνα του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann (Μπέρτελσμαν) καταλήγει όμως σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συνέβαλε μάλλον στην υλοποίηση περισσότερων μεταρρυθμίσεων στην Ευρωζώνη από αυτές που θα υλοποιούνταν σε περίπτωση που δεν ακολουθούνταν μια επεκτατική πολιτική. Με άλλα λόγια: μια συγκρατημένη πολιτική της Ευρωτράπεζας θα είχε οδηγήσει πιθανότατα σε λιγότερες μεταρρυθμίσεις. Όπως δείχνει η σχετική έρευνα το διάστημα 2006-2016, μια μετριοπαθής νομισματική χαλάρωση ύψους 25 μονάδων βάσης θα οδηγούσε μέ
σα σε δύο χρόνια σε μέση αύξηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών των χωρών της Ευρωζώνης κατά περίπου 20%. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πολιτική της Φραγκφούρτης επηρέασε περισσότερο τις μεταρρυθμίσεις σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Πρόκειται για τις χώρες που παρασύρθηκαν και επλήγησαν περισσότερο από τη νομισματική και οικονομική κρίση και οι οποίες τελούν σήμερα και εν μέσω της πανδημίας υπό τις μεγαλύτερες πιέσεις.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν γενικότερα ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική έχει μακροοικονομικές συνέπειες, που ξεπερνούν τα όρια της βραχυπρόθεσμης σταθεροποίησης της συνολικής ζήτησης. Σύμφωνα με τους συντάκτες, η πολιτική της ΕΚΤ δημιουργεί τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, συμβάλλοντας στη γρηγορότερη ανάπτυξη των οικονομιών.