Πυκνώνουν τα «σύννεφα» στην απασχόληση
Ποιες είναι οι προβλέψεις από ΟΟΣΑ και ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Μείωση της απασχόλησης από 3,5% έως 3,8% και αύξηση της ανεργίας από 2,1% έως 2,3% βλέπει στην Ελλάδα για φέτος ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ενώ το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ προβλέπει μείωση των εργαζομένων κατά 115.000 έως 192.000 άτομα, ανάλογα και με το μέγεθος της ύφεσης. Καθώς το καλοκαίρι του κορονοϊού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ολοένα και πυκνώνουν οι μελέτες από διεθνείς ή εθνικούς φορείς, που προσεγγίζουν ερωτήματα αμείλικτα για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο...
Σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, η αύξηση της ανεργίας είναι αναπόφευκτη και δεδομένη για φέτος. Το μόνο που μένει να προσδιοριστεί είναι το βάθος της, δεδομένου και του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας, που στηρίζεται σε κλάδους οι οποίοι επηρεάζονται σημαντικά από την πανδημία και την κοινωνική αποστασιοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, το μεγάλο στοίχημα μεταφέρεται πλέον στο 2021, χρονιά για την οποία οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ δεν είναι αισιόδοξες, αφού ο Οργανισμός προβλέπει πως η Ελλάδα θα τα πάει χειρότερα του χρόνου στην ανεργία και την απασχόληση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Διετία ανόδου της ανεργίας
Στην έκθεση που έδωσε χθες στη δημοσιότητα για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας και την ανεργία παγκοσμίως, ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως η μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας θα κινηθεί φέτος στην Ελλάδα σε χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού, κοντά όμως στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, εκτιμάται πως η απασχόληση στην Ελλάδα θα μειωθεί φέτος από 3,5% έως 3,8%, ανάλογα με το αν θα ισχύσει το ευνοϊκό ή το δυσμενές σενάριο. Το ευνοϊκό σενάριο υποθέτει ότι θα συνεχισθεί η υποχώρηση του κορονοϊού, ενώ το δυσμενές ότι θα υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας αργότερα εντός του 2020. Ο Οργανισμός θεωρεί τα δύο σενάρια εξίσου πιθανά. Ο μέσος όρος υποχώρησης της απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ κυμαίνεται από 4,1% έως 5% και στην Ευρωζώνη από 2,6% έως 3,2%.
Η ανεργία στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 2,1% έως 2,3% φέτος. Αντίστοιχα στις χώρες του ΟΟΣΑ η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί από 3,8% έως 4,6% και στις χώρες του ευρώ από 2,3% έως 2,8%. Οι προβλέψεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τους πως η ύφεση στην Ελλάδα θα κυμανθεί από 8% έως 9,8% έναντι 7,5% έως 9,3% στις
χώρες του ΟΟΣΑ και 9,1% έως 11,5% στις χώρες της Ευρωζώνης.
Για το 2021, ωστόσο, ο ΟΟΣΑ προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ 4,5% στο ευνοϊκό σενάριο ή 2,3% στο δυσμενές, με μείωση της απασχόλησης 1% έως 1,8%. Αντίθετα προβλέπει αύξηση της απασχόλησης από 1,6% έως 0,3% στον ΟΟΣΑ και αύξηση 0,9% στην Ευρωζώνη ή ελαφρά μείωση 0,6%. «Καθώς το άνοιγμα της οικονομίας ξεδιπλώνεται, η αγορά εργασίας και η κοινωνική πολιτική πρέπει να προσαρμοστούν για να αντανακλούν τις διαφοροποιούμενες συνθήκες για τους εργαζόμενους, τα νοικοκυριά και τις εταιρείες. Τώρα, οι υπεύθυνοι για την πολιτική αντιμετωπίζουν το δύσκολο έργο να μετακινήσουν την οικονομία από τη δράση έκτακτης ανάγκης στην ανάπτυξη. Τα μέτρα πρέπει να είναι στοχευμένα καλύτερα, ενώ θα ενισχύονται τα κίνητρα για επάνοδο στην εργασία», παρατηρεί ο ΟΟΣΑ.
Τα ελληνικά σενάρια
Στο μεταξύ, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έδωσε χθες στη δημοσιότητα το 6ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, το οποίο εστιάζει στις πιθανές εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τους ερευνητές του Ινστιτούτου, ο αριθμός των απασχολουμένων το 2020 αναμέ
νεται να μειωθεί κατά 153.000 άτομα εφόσον το ΑΕΠ συρρικνωθεί κατά 8%. Η μείωση θα περιοριστεί στα 115.000 άτομα στην περίπτωση που η ύφεση κυμανθεί στο 6%, ενώ θα αυξηθεί στα 192.000 άτομα εφόσον το ΑΕΠ μειωθεί κατά 10%.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ, η απασχόληση μειώνεται σταδιακά, κυρίως μετά τον Νοέμβριο του 2019, ενώ η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών έχει ως αφετηρία τον Δεκέμβριο του 2019. Τους πρώτους δύο μήνες του 2020, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών αυξήθηκε κατά περίπου 102.000 άτομα, ενώ μόνο τον Μάρτιο του ίδιου έτους σημειώθηκε αύξηση της τάξης των 173.000 ατόμων. Όπως επισημαίνει το ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είχε αρχίσει να επιδεινώνεται από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, ενώ η εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να οδηγεί σε περαιτέρω επιδείνωση, εντείνοντας την
επισφάλεια και την αβεβαιότητα των εργαζομένων.
Η κρίση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργαζομένων, αναφέρει η έκθεση της ΓΣΕΕ, επισημαίνοντας πως η Ελλάδα είναι πρώτη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης σε ποσοστό ευάλωτης απασχόλησης (26,7%), με σημαντική διαφορά από τη δεύτερη Ιταλία (17%) και τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (10,8%).
Σημαντική είναι και η απόκλιση της Ελλάδας ως προς την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς βρίσκεται στην 63η θέση στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά την καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Το εύρημα αυτό γίνεται -κατά την ΓΣΕΕ- ακόμη πιο ανησυχητικό εάν συνδυαστεί με τις τελευταίες εξελίξεις στο πεδίο της τηλεργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Eurofound, το 26% των ερωτηθέντων στη χώρα μας δήλωσε ότι την περίοδο της υγειονομικής κρί
σης ξεκίνησε να δουλεύει μέσω τηλεργασίας, ενώ πριν από την κρίση εκείνοι που δούλευαν μέσω τηλεργασίας καθημερινά ή μερικές φορές την εβδομάδα ήταν 8,9%. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ, το 35% εκείνων που απασχολούνται με τηλεργασία στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται περισσότερες ώρες από το τυπικό-προβλεπόμενο ωράριο. Επίσης, το 18% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με αναστολή σύμβασης εργασίας δήλωσε ότι οι εργοδότες παράτυπα τους ζήτησαν να συνεχίσουν να ασκούν να εργασιακά τους καθήκοντα.
Σύμφωνα με την έρευνα του Eurofound, στην Ελλάδα το 46,5% δήλωσε ότι απώλεσε είτε μόνιμα είτε προσωρινά τη θέση εργασίας του. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε και σε σημαντική πτώση του όγκου της απασχόλησης σε ώρες εργασίας, με το 66,2% των εργαζομένων στη χώρα να βιώνει μικρή ή μεγάλη μείωση στον χρόνο απασχόλησης, έναντι 49,5% στην Ε.Ε.-27. Οι μισοί ερωτηθέντες (47,4%) στην Ελλάδα απάντησαν ότι τους τελευταίους τρεις μήνες επιδεινώθηκε η οικονομική τους κατάσταση.
Το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει την 5η υψηλότερη επίδοση μεταξύ των υπό εξέταση ευρωπαϊκών χωρών και είναι 9,2 μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27.
Το ποσοστό απασχόλησης στους κλάδους πολύ υψηλού κινδύνου -εστίαση, καταλύματα, εμπόριο- ανέρχεται στην Ελλάδα στο 30,2%, το δεύτερο υψηλότερο μετά την Κύπρο (33,5%), όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 22,1%. Το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης που βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο κινδύνου εντοπίζεται σε δύο νησιωτικές περιφέρειες με πολύ ισχυρή τουριστική ζήτηση, στο Νότιο Αιγαίο με 49,7% και στα Ιόνια Νησιά με 45,2%.