Πικρό για το ελληνικό μέλι και τον κρόκο Κοζάνης το 2020
Ζητούνται μέτρα για επίτευξη «ανοσίας» στην πανδημία και στις παράνομες ελληνοποιήσεις
Πεσμένες κατά 80% είναι οι πωλήσεις του ελληνικού μελιού στην ελληνική και τη διεθνή ξενοδοχειακή αγορά φέτος λόγω της πανδημίας του Covid-19, όπως επισημαίνουν στη «Ν» οι επικεφαλής δύο από τους μεγαλύτερους μελισσοκομικούς συνεταιρισμούς της Βόρειας Ελλάδας και της χώρας γενικότερα. Παράλληλα το πρώτο κύμα της πανδημίας στη χώρα μας παρεμπόδισε τις μετακινήσεις μελισσιών την άνοιξη και σε συνδυασμό με τις λίγες, αλλά έντονες φετινές βροχοπτώσεις, η ελληνική μελισσοκομία διανύει μία από τις πιο κακές χρονιές της και ζητεί την άμεση λήψη μέτρων πάταξης των παράνομων ελληνοποιήσεων μελιού, όπως επίσης οργανωμένα προγράμματα marketing και branding. Εξίσου δύσκολη είναι η κατάσταση για τους κροκοπαραγωγούς της Δυτικής Μακεδονίας, που ζητούν επίσης, ενίσχυση στην τρέχουσα συγκυρία. Η φετινή παραγωγή, όπως
επισημαίνει ο κ. Γιάννης Καραδήμος, γενικός διευθυντής του Αγροτικού Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Νικήτης Χαλκιδικής «Σίθων» -ενός από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη συνεταιρισμούς-, ολοκληρώνεται σε δύο μήνες και τότε θα υπάρχει συνολική εικόνα, αλλά είναι ήδη σαφές ότι δεν πηγαίνει καλά, λόγω των μειωμένων αλλά έντονων βροχοπτώσεων.
Επιπλέον η ξενοδοχειακή αγορά και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που απορροφά παραδοσιακά πολύ μεγάλο μέρος της παραγωγής του συνεταιρισμού, είναι πεσμένη κατά τουλάχιστον 80% σε σύγκριση με πέρυσι. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται εύλογα σημαντική πίεση μεγεθών σε σύγκριση με τα 3 εκατ. τζίρου που κατέγραψε ο συνεταιρισμός το 2019, μια χρονιά που εκτιμάται ότι ήταν απλά μέτρια.
Υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα του κλάδου και προ κορονοϊού, αλλά ακόμη περισσότερο μετά κορονοϊού, λόγω των πρόσθετων προβλημάτων που αυτός προξένησε, είναι η εφαρμογή των νόμων και
των αναγκαίων ελέγχων, ώστε να σταματήσουν οι διαδρομές των αθρόων παράνομων ελληνοποιήσεων μελιών -κυρίως από την Κίνα- που «βαφτίζονται» κοινοτικά κυρίως στη Βουλγαρία και εν συνεχεία έρχονται Ελλάδα, όπου πωλούνται ή και επανεξάγονται ως «ελληνικά», αλλά είναι είτε νοθευμένα, είτε υποδεέστερης ποιότητας από τα γνήσια ελληνικά μέλια και ρίχνουν τις τιμές σε επί
πεδο αθέμιτου ανταγωνισμού.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Θάσου Κωνσταντίνος Παναγιωτόπουλος, « οι μελισσοκόμοι στην Ελλάδα παράγουμε 9-10 χιλιάδες τόνους μέλι. Από αυτό ένα μέρος πηγαίνει για εξαγωγή, αλλά στην ελληνική αγορά διακινούνται ως “ελληνικό μέλι” περίπου 25 χιλιάδες τόνοι. Άρα η μεγαλύτερη ποσότητα είναι νοθευμένη. Γι’ αυτό οι καταναλωτές πρέπει να προσέχουν, να αγοράζουν από μελισσοκόμους που πραγματικά τους γνωρίζουν -γιατί υπάρχουν και πολλοί “μαϊμούδες” παραγωγοί- και από συνεταιριστικές οργανώσεις ή εταιρείες που είναι σίγουροι ότι πουλάνε όντως ελληνικό μέλι».
Σύμφωνα, επίσης, με τον κ. Καραδήμο η ενίσχυση του κλάδου είναι μόνο αποσπασματική, μέσω μεμονωμένων μέτρων στο ΕΣΠΑ, αλλά που έχει ανάγκη όμως η ελληνική μελισσοκομία είναι ένα οργανωμένο και πλήρες πρόγραμμα μάρκετινγκ και branding για την ανάδειξη της υψηλής ποι
ότητας του ελληνικού μελιού ανά την υφήλιο.
Ο συνεταιρισμός «Σίθων» διαθέτει 50 μέλη και συνεργάζεται με άλλους 150 μελισσοκόμους απ’ όλη την Ελλάδα, ενώ διατηρεί πέντε καταστήματα λιανικής πώλησης των προϊόντων του στη Θεσσαλονίκη και τα προϊόντα του είναι τοποθετημένα στις περισσότερες μεγάλες ελληνικές αλυσίδες λιανεμπορίου. Επίσης παράγει και μέλια ιδιωτικής ετικέτας για αλυσίδες λιανεμπορίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Αντίστοιχα ο Μελισσοκομικός Συνεταιρισμός Θάσου έχει περίπου 100 μέλη και διατηρεί επίσης καταστήματα στη Θεσσαλονίκη (δυο καταστήματα), στις Σέρρες, στην Καβάλα και στην Ξάνθη, ο τζίρος του είναι της τάξης των 2 εκατ. ευρώ και είναι προμηθευτής των ενόπλων δυνάμεων (στρατιωτικά πρατήρια, πολεμικό ναυτικό κ.ο.κ.), ενώ επίσης τα προϊόντα του είναι τοποθετημένα σε πολλές αλυσίδες λιανεμπορίου και παράγει και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.