Παράδοξος και καυτός Αύγουστος με ράλι στη Wall Street
Ο καλύτερος μήνας σε αποδόσεις από το 1984 κόντρα στην έξαρση κρουσμάτων κορονοϊού
Ένα από τα πιο «καυτά» καλοκαίρια στην ιστορία της γνώρισε φέτος η Wall Street, παρά το γεγονός ότι από τα μέσα του καλοκαιριού παρατηρήθηκε νέο κύμα έξαρσης του κορονοϊού με το άνοιγμα των συνόρων και την τουριστική κίνηση.
Η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά κατέγραψε ένα από τα ισχυρότερα ράλι στην ιστορία της τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, με τον δείκτη S&P 500 να ενισχύεται 13% από τις 30 Ιουνίου, σημειώνοντας άνοδο σε όλες τις συνεδριάσεις του Αυγούστου, εκτός από τέσσερις, σε μια εξέλιξη που έρχεται κόντρα στην παραδοσιακή αντίληψη ότι ο Αύγουστος είθισται να είναι υποτονικός μήνας λόγω της θερινής ραστώνης.
Οι επενδυτές στράφηκαν μαζικά στο ριψοκίνδυνο ενεργητικό, αρχικά δειλά και εν συνεχεία δυναμικά. Όσοι έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις μετοχές από την άνοιξη ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα: ο S&P 500 έχει ενισχυθεί 60% από το χαμηλό της 23ης Μαρτίου, ενώ μόνο τον Αύγουστο μέχρι στιγμής έχει παρουσιάσει άνοδο άνω του 7%,
οδεύοντας προς τον καλύτερο Αύγουστο της Wall Street από το 1984.
Το σκηνικό έστησε η πολιτική της Fed
Τα άνευ προηγουμένου δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η απεριόριστη ρευστότητα που διοχέτευσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ όχι μόνο στήριξαν την οικονομία από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία αλλά και προσέφεραν στήριγμα για μετοχές και εταιρικές πιστώσεις.
Επιπλέον, τα εταιρικά κέρδη αποδείχθηκαν πολύ πιο ανθεκτικά απ' ό,τι αναμενόταν. Η Φέντεραλ Ριζέρβ κατέστησε σαφές ότι θα διατηρήσει το μοντέλο του φθηνού χρήματος για πολλά χρόνια, δίδοντας τη δυνατότητα στην οικονομία και στον πληθωρισμό να επιταχυνθούν με στόχο την ανάπτυξη στο έπακρο της αγοράς εργασίας.
Το σκηνικό αυτό δημιουργεί στην αγορά το ίδιο υπόβαθρο με αυτό που είχε διαμορφωθεί στην τελευταία φάση ανάπτυξης μετά τα μέτρα του 2009, αλλά με μικρότερες πιθανότητες για αύξηση των επιτοκίων, όπως συνέβη το 2015 με την πρώτη επιτοκιακή αύξηση έπειτα από χρό
νια, που αποσταθεροποίησε τις αγορές.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν το ράλι μετά τον πανικό του Μαρτίου, παρότι εξακολουθεί να υπάρχει δυσαρμονία ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και στις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στις αγορές.
Το συνεχόμενο ράλι έρχεται σε αντίθεση με το παραδοσιακό μοντέλο του αδύναμου Αυγούστου, δεδομένου ότι την περασμένη εβδομάδα κάθε μέρα ο S&P 500 κατέρριπτε νέο ρεκόρ. Αυτού του είδους η συμπεριφορά παρατηρείται ωστόσο σε ισχυρά ανοδικές αγορές.
Επίσης, το πρώτο ήμισυ του Αυγούστου σηματοδοτήθηκε από το γεγονός ότι οι περισσότερες μετοχές σημείωναν πτώση παρότι ο δείκτης κινείτο ανοδικά. Το δεύτερο 15ήμερο όμως του μήνα η άνοδος επεκτάθηκε και στις λεγόμενες κυκλικές μετοχές, καθώς αρχικά περιοριζόταν σε λίγες μόνο μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης.
Πάνω από τον μέσο όρο των 200 συνεδριάσεων
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι ο δείκτης S&P 500 κινήθηκε το διάστημα Ιουλίου - Αυγούστου πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο διακύμανσης των
εκάστοτε τελευταίων 200 συνεδριάσεων, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει καμία άλλη φορά, εκτός από μία, στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας.
Αυτή η εντυπωσιακή άνοδος όμως, προειδοποιούν αναλυτές, ενέχει τον κίνδυνο απότομης παύσης ή απότομης διόρθωσης για οιοδήποτε λόγο ή ακόμη και χωρίς καμία αιτία.
Η Bespoke Investment Group επικαλείται διάφορους παράγοντες αστάθειας, όπως την εξέλιξη της πανδημίας στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου και τις επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Ο Ράιαν Ντέτρικ της LPL Financial επισημαίνει ότι τις δύο τελευταίες φορές που οι μετοχές ενισχύθηκαν περισσότερο από 5% μέσα στον Αύγουστο, το 1986 και το 2000, ο S&P 500 κατέγραψε απώλειες 5% έως 8% τον Σεπτέμβριο.
Πολλοί αναλυτές εφιστούν την προσοχή ότι το σημερινό ράλι έχει φθάσει αυτή τη στιγμή σε δύσκολη φάση. Εάν πάντως καταφέρει να συνεχιστεί και ο S&P 500 ξεπεράσει το φράγμα των 3.630 μονάδων έως την ημέρα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, τότε το ράλι αυτό θα αποδειχθεί το μεγαλύτερο όλων των εποχών από πλευράς ταχύτητας και μεγέθους κερδών.
Με άλλα λόγια, αυτό θα σημάνει επιπλέον κέρδη 3,5% τους επόμενους δύο μήνες.