Μια αγορά που τείνει στα 200 δισ. δολ. παγκοσμίως
Όπως είναι φυσικό, το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς καθαριστικών - απορρυπαντικών αυξάνεται σταθερά, τόσο την αγορά οικιακής όσο και βιομηχανικής κατανάλωσης ξεπερνώντας σε αξία τα 110 δισ. δολ. παγκοσμίως, ήδη από το 2019. Αυτό το μέγεθος τείνει προς τα 200 δισ. δολ. μέχρι το τέλος της επόμενης δεκαετίας αφού ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης κυμαίνεται από 4,5% μέχρι πάνω από 6,5% ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Τάσεις όπως η μετατόπιση της ζήτησης από το απορρυπαντικό σε σκόνη στο υγρό απορρυπαντικό και η ζήτηση για οικιακά και βιομηχανικά προϊόντα που καταναλώνονται σε υπηρεσίες πλυντηρίου και στεγνού καθαρισμού, ξενοδοχεία και άλλα καταλύματα, υγειονομική περίθαλψη, βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας κ.ο.κ.,
αναμένεται να δώσουν ώθηση στην αγορά στο προσεχές μέλλον. Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς εφιστούν -μεταξύ άλλων- την προσοχή στα παραποιημένα προϊόντα, καθώς παρατηρείται αύξηση και στην συγκεκριμένη αγορά. Επίσης, εκπρόσωποι της βιομηχανίας φροντίδας αυτοκινήτων αναφέρουν ότι οι πωλήσεις προϊόντων καθαρισμού αυτοκινήτων παρέμειναν ισχυρές την
περίοδο του lockdown επιδεικνύοντας και σήμερα ανθεκτικότητα.
Διερευνώντας τις προοπτικές της αγοράς, ειδικότερα στην Ευρώπη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι συνολικά η αξία του τομέα οικιακής φροντίδας και επαγγελματικού καθαρισμού και υγιεινής αναπτύσσεται σταθερά. Οι καταναλωτές στην Ευρώπη δαπάνησαν περίπου 30 δισ. ευρώ
το 2019 σε προϊόντα οικιακής φροντίδας, με σχεδόν όλες τις υποαγορές να εμφανίζουν ανάπτυξη. Σύμφωνα δε με την AISE (International Association for Soaps, Detergents and Maintenance Products) η ευρωπαϊκή βιομηχανία παρέχει οφέλη για τη δημόσια υγεία που υπερβαίνουν πολύ τα οικονομικά οφέλη της επιχειρηματικής δραστηριότητας ενώ είναι έτοιμη να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες και τις θεμελιώδεις αλλαγές που παρουσιάζονται από την Πράσινη Συμφωνία. Επισημαίνει επίσης ότι ο χάρτης για τον Αειφόρο Καθαρισμό, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2019, βρίσκεται στο επίκεντρο της ατζέντας της Πράσινης Συμφωνίας ενώ τα μετρήσιμα στοιχεία δείχνουν μια μείωση κατά 40% των εκπομπών CO2 σε επίπεδο παραγωγής από το 2006.