Megaεπένδυση για αποθήκευση ενέργειας
Έργο 280 εκατ. ευρώ από την Eunice
Επένδυση στη Δυτική Μακεδονία, ύψους 280 εκατ. ευρώ, σχεδιάζει η εταιρεία Eunice, για την εγκατάσταση μίας μονάδας κεντρικής αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω μπαταριών ιόντων λιθίου συνολικής ισχύος 250 MW. Η ελληνική εταιρεία έχει ήδη ξεκινήσει την αδειοδοτική «ωρίμανση» του project, υποβάλλοντας στα τέλη Αυγούστου στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ( ΡΑΕ) αίτηση για την έκδοση άδειας παραγωγής της μονάδας, η οποία προορίζεται να συμβάλει την ευστάθεια και την ευελιξία του συστήματος, αλλά και να ενισχύσει τη διείσδυση των ΑΠΕ στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα.
Η υποδομή θα αποτελείται από 75 συγκροτήματα μπαταριών, για την απορρόφηση κυρίως ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ τις ώρες χαμηλού φορτίου, η οποία κανονικά θα παράμενε ανεκμετάλλευτη. Έτσι, η ενέργεια αυτή πλέον θα αξιοποιείται, αποδιδόμενη στο δίκτυο τα χρονικά διαστήματα υψηλής ζήτησης σε ρεύμα. Μάλιστα, η χρήση μπαταριών σημαίνει ότι η μονάδα θα έχει υψηλό ρυθμό απόκρισης. Έτσι, θα είναι κατάλληλη για προσφορά υπηρεσιών έντασης ισχύος στο σύστημα.
Το έργο δίνει το «παρών» στο τελευταίο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης (TYDP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού των Δια
χειριστών Συστημάτων Ηλεκτρικής Ενέργειας (ENTSO-E). Σκοπός είναι εντός του επόμενου έτους να ενταχθεί και στον κατάλογο των ευρωπαϊκών Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος ( PCI). Έτσι, καθώς το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναμένεται να εκπονήσει ρυθμιστικό πλαίσιο για την αποζημίωση συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας, η μονάδα προγραμματίζεται να κατασκευασθεί το 2022.
Σύμφωνα με την περιγραφή του στο 10ετές Πρόγραμμα του ENTSO-E, το έργο στη Δυτική Μακεδονία θα παρέχει υπηρεσίες εξισορρόπησης στην καθημερινή καμπύλη φορτίου, αλλά και θα ενισχύσει τη διείσδυση των ΑΠΕ μέσω της απορρόφησης «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής που θα περικοπτόταν. Επίσης, θα παρέχει υπηρεσίες ευελιξίας στο σύστημα.
Θα συνδεθεί στο σύστημα μέσω του δικτύου μεταφοράς 400 kV, χρησιμοποιώντας δικό του υποσταθμό, ενώ μπορεί να τεθεί σε λειτουργία σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι, θα αναπληρώσει το κενό σε επάρκεια ισχύος και ευελιξίας, που θα προκύψει από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, την αύξηση της ζήτησης σε ρεύμα και τη σημαντική περαιτέρω ενίσχυση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ.
Μπαταρίες και αντλησιοταμίευση
Υπενθυμίζεται ότι για τον ρόλο των συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης στο εγχώριο σύστημα έχει διενεργηθεί πρόσφατα μελέτη από το ΕΜΠ για λογαριασμό της ΡΑΕ, καταδεικνύοντας την αναγκαιότητα θέσπισης σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου. Σύμφωνα με τη μελέτη, για τα προσδοκώμενα επίπεδα διείσδυσης ΑΠΕ το 2030, περί το 60% της τελικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας όπως προβλέπει το ΕΣΕΚ, η συνιστώμενη εγκατεστημένη ισχύς νέων συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ανέρχεται σε 1.500-1.750 MW. Σύμφωνα με το ΕΜΠ, οι δύο τεχνολογίες κεντρικής αποθήκευσης, δηλαδή οι μπαταρίες και η αντλησιοταμίευση, έχουν διαφορετικά πλεονεκτήματα. Ως συνέπεια, προτείνεται ένας συνδυασμός των δύο τεχνολογιών. Έτσι, από τα απαιτούμενα 1.5001.750 MW νέων σταθμών έως το τέλος της τρέχουσας 10ετίας, η βέλτιστη λύση είναι τα 500 MW να αποτελούν ισχύ συσσωρευτών.
Η μελέτη του Πολυτεχνείου αναδεικνύει επίσης την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών για την ένταξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, καθώς υπολογίζει ένα ετήσιο όφελος για το σύστημα της τάξης των 100 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, εκτός από τον περιορισμό των περικοπών ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, σύμφωνα με το ΕΜΠ τα έργα αυτά θα συμβάλουν επίσης στη μείωση κόστους παραγωγής, στην παροχή εφεδρειών και ευελιξίας, καθώς και στην επάρκεια ισχύος.