Ανθρωποφαγία και εξιλαστήρια θύματα
Ο συγγραφέας Πάνος Δημάκης μιλάει με αφορμή το μυθιστόρημα «Δεκαεπτά Κλωστές»
«Οι λέξεις είναι για μένα παντοδύναμες» είπε ο συγγραφέας Πάνος Δημάκης μιλώντας μας με αφορμή το πρώτο του μυθιστόρημα «Δεκαεπτά Κλωστές», που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το έγκλημα που ξετυλίγεται στις «Δεκαεπτά Κλωστές»;
«Η αληθινή αυτή ιστορία αφορά το αγριότερο άγνωστο έγκλημα της Ελλάδας εν καιρώ ειρήνης τουλάχιστον τα τελευταία 150 χρόνια. Ενώ σε άλλα βιβλία που μιλούν για εγκλήματα ο συγγραφέας αφήνει στοιχεία στον αναγνώστη για το ποιος είναι ο πιθανός δολοφόνος, στις "Δεκαεπτά Κλωστές" ο αναγνώστης γνωρίζει ποιος είναι ο δολοφόνος ήδη από το εξώφυλλο, αυτό όμως που δεν ξέρει είναι τι έκανε και πώς. Το κουβάρι ξετυλίγεται καθώς μαθαίνουμε για τη ζωή του και τους λόγους που τον οδήγησαν στην αποτρόπαιη πράξη του».
Πώς ήρθατε σε επαφή με τη συγκεκριμένη ιστορία; Και τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη μυθιστορηματική της απόδοση;
«Το βιβλίο εκτυλίσσεται στα Κύθηρα, που τυγχάνει να είναι το αγαπημένο μου νησί. Σε μια επίσκεψη εκεί πριν από δύο χρόνια, μου αφηγήθηκαν την ιστορία, η οποία με συντάραξε. […] Γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να μιλήσω για θέματα όπως η ηθική, η μοίρα και η συκοφαντία, κάτι που με οδήγησε στο να πλάσω και φανταστικούς χαρακτήρες
ως όχημα […]. Πρωταρχικός σκοπός μου δεν ήταν να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά μια ψυχολογική ιστορία προδοσίας, μια ιστορία που ποτέ δεν έσβησε, γιατί απλούστατα ο κόσμος ποτέ δεν άλλαξε».
Κάτι που σας δυσκόλεψε στη μεταφορά του εγκλήματος στις σελίδες του βιβλίου;
«Έπρεπε να κάνω έρευνα για τα πραγματικά γεγονότα, εκτός από την έρευνα για την εποχή εν γένει, ήτοι για τα έθιμα, τις διατροφικές συνήθειες, την αρχιτεκτονική και τη γλώσσα. Και τα δύο ήταν μια μεγάλη, ευχάριστη πρόκληση για μένα, οπότε η δυσκολία εύρεσης πηγών απαλύνθηκε από την ικανοποίηση της ανακάλυψης». Περιγράψτε μας τον ήρωα - τον Καστελάνη.
«Ο Καστελάνης, ένας νεαρός τσαγκάρης και λυράρης, οδηγείται σε μια ειδεχθή πράξη μετά από μια συνεχιζόμενη αδικία εναντίον του. Προσπαθεί να ανέλθει με την αξία του, βασιζόμενος στην αποδοχή του κόσμου, την οποία επιζητά γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να νιώσει άξιος. Θέλει να μοιράζει απλόχερα τη χαρά στους ανθρώπους, όμως εκείνοι του το αρνούνται όταν τον κατηγορούν για κάτι που δεν διέπραξε. Προδομένος λοιπόν από σχεδόν όλους κι έχοντας χάσει ό,τι ήταν πολύτιμο στη ζωή του, παίρνει μια μοιραία απόφαση».
Τι συναντάμε στον πυρήνα της ιστορίας του; «Η ανθρωποφαγική τάση των ανθρώπων να βρίσκουν εξιλαστήρια θύματα, η προσκόλλησή τους στην παγιωμένη ηθική, ο φθόνος και η συκοφαντία που τους οδηγούν στο να κρίνουν χωρίς να διασταυρώνουν. Μια ιστορία με bullying και fake news, 100 χρόνια πριν από την ευρεία διάδοση αυτών των όρων».
Μιλάτε οκτώ γλώσσες, έχετε εκδώσει δύο βιβλία γλωσσολογικού ενδιαφέροντος, ενώ έχετε κάνει και την επαναμετάφραση του έργου «Ο Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη. Μιλήστε μας για αυτή την έντονη επαφή, την έντονη σχέση σας με τις λέξεις.
«Οι λέξεις είναι για μένα παντοδύναμες. Είτε είναι πανάρχαιες είτε επινοήθηκαν πρόσφατα, οι
λέξεις δίνουν φωνή στα πάντα, κάνοντας τις σκέψεις να στερεοποιούνται και από άυλες ιδέες να γίνονται εργαλεία και όπλα που αλλάζουν τον κόσμο».
Γίνεται συχνά λόγος για τη σύγχρονη χρήση της ελληνικής γλώσσας, ιδιαίτερα από τους νέους, που μοιάζει να φτωχαίνει σε σχέση με το παρελθόν. Κάποιο σχόλιό σας; «Συχνά λέω ότι η γλώσσα είναι ένα ποτάμι. Ένα ποτάμι που στο πέρασμά του ενώνεται με άλλους παραπόταμους και εμπλουτίζεται γλωσσικά ενώ σε κάποιες περιπτώσεις διακλαδώνεται και μέρος των υδάτων του χάνεται μέσα στη γη ή λιμνάζει. Είναι αναπόφευκτο να πεθαίνουν οι λέξεις. Πρέπει η πολιτεία να βρει τρόπους να κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν τη γλώσσα τους και να αντιληφθούν το εύρος του μεγαλείου της».
Επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
«Αυτήν την εποχή γράφω το δεύτερο μυθιστόρημά μου, βασισμένο σε δική μου έμπνευση, που πραγματεύεται μια ιστορία σε μια κωμόπολη της Ελλάδας πριν από αρκετά χρόνια και μιλάει για το μίσος, τη φιλαρχία και τη δημαγωγία. Νιώθω ότι τα βιβλία μου οφείλουν να έχουν πάντοτε κοινωνικό σχόλιο».
Ξένοι συγγραφείς που διαβάζετε - κάποιοι αγαπημένοι τίτλοι; «Αγαπώ τον Στέφαν Τσβάιχ για τη διείσδυση που κάνει στην ανθρώπινη ψυχή, τον Ζοζέ Σαραμάγκου για τη βλάσφημη και πανέξυπνη ματιά του στα πράγματα και τον Σαίξπηρ, που τραγουδάει σαν χίλια αηδόνια μαζί τον άνθρωπο και όλες τις εκφάνσεις του».
Οι λέξεις δίνουν φωνή στα πάντα, κάνοντας τις σκέψεις να στερεοποιούνται και από άυλες ιδέες να γίνονται εργαλεία και όπλα που αλλάζουν τον κόσμο.