Κύμα αρνητικών αποδόσεων στα ομόλογα
Τα χρεόγραφα του πυρήνα της Ε.Ε. ακολούθησε ο Νότος, ενώ η τάση επεκτείνεται και σε εταιρικά
Δεν έχει προηγούμενο αυτό που συμβαίνει στην ευρωπαϊκή αγορά κρατικών ομολόγων: τα ομόλογα με αρνητική απόδοση γνωρίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση όλων των εποχών, που τείνει να συνεχιστεί, καθώς το κόστος δανεισμού ακόμη και των πλέον υπερχρεωμένων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, άλλοτε «αδύναμοι κρίκοι», όχι μόνο προσεγγίζουν το μηδέν αλλά έχουν περάσει και κάτω από αυτό, καθώς η κρίση της πανδημίας σαρώνει την οικονομία. Ολόκληρη η καμπύλη αποδόσεων των γερμανικών, ολλανδικών και φινλανδικών κρατικών ομολόγων βρίσκεται πλέον κάτω από το μηδέν, σύμφωνα με στοιχεία της Refinitiv, γεγονός που σημαίνει ότι οι επενδυτές πρέπει να πληρώσουν τις κυβερνήσεις τους για να διακρατούν το χρέος τους. Αυτό δεν συμβαίνει όμως μόνο στα κρατικά ομόλογα, η αρνητική τάση χαρακτηρίζει και τα εταιρικά. Η Nestle εξέδωσε περίπου πριν από δύο μήνες το πρώτο στα χρονικά 10ετές εταιρικό ομόλογο με αρνητική απόδοση.
Αυτό που συνέβη το 2014 ως προσωρινή συνέπεια μίας ανορθόδοξης νομισματικής πολιτικής, επέστρεψε σήμερα για να εδραιωθεί, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν αναλυτές, στέλ
νοντας το μήνυμα ότι τα μέτρα στήριξης των κεντρικών τραπεζών ήρθαν για να μείνουν για πολύ καιρό, ακόμη και αφού κυκλοφορήσει ένα εμβόλιο κατά του κορονοϊού. Από τη στιγμή που η ΕΚΤ έδωσε το στίγμα ότι θα επεκτείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της στη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου, πέρασαν σε αρνητικό έδαφος και άλλα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας. Στο -0,50%, το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, η απόδοση του πορτογαλικού 10ετούς υποχώρησε την Τετάρτη στο ιστορικό χαμηλό του 0,038%, μία ανάσα από το μηδέν. Τόσο το πορτογαλικό όσο και το αντίστοιχο ισπανικό έχουν δει την απόδοσή τους να αποκλιμακώνεται 40 μονάδες βάσης εκάστη στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, καθώς οι επενδυτές έχουν επιδοθεί σε άνευ προηγουμένου κυνήγι όσων ομολόγων εξακολουθούν να έχουν απόδοση πάνω από το μηδέν. Ακόμη και στην Ιταλία, όπου η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωζώνη, το κόστος δανεισμού της στην πενταετία είναι αρνητικό, υποχωρώντας κάτω από το μηδέν μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Οκτώβριο. Ενώ στην αρχή του έτους, πριν ακόμη ο Covid-19 κάνει την εμφάνισή του στην Ευρώπη, μόνο τα ιταλικά ομόλογα
διάρκειας δύο ετών και μικρότερης είχαν απόδοση κάτω από το μηδέν.
Στη Βρετανία οιοδήποτε σημάδι ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα μειώσει τα επιτόκιά της κάτω από το μηδέν θα μπορούσε να παρασύρει και την απόδοση του βρετανικού πενταετούς σε αρνητικό έδαφος, με την Ελλάδα να απομένει μέχρι αυτή τη στιγμή η μόνη ευρωπαϊκή αγορά με θετική απόδοση στην πενταετία. Στην Ελλάδα, οι αποδόσεις των ομολόγων με λήξη το 2022, 2023 και 2024 είναι σε αρνητικό έδαφος, με την πενταετία να βρίσκεται πολύ κοντά στο μηδέν. Οι πρώτες που πέρασαν σε αρνητικό έδαφος ήταν οι αποδόσεις των εντόκων γραμματίων.
Οι ελληνικοί τίτλοι
«Εικονική πραγματικότητα είναι όλο αυτό συμβαίνει σήμερα στην ελληνική αγορά κρατικών ομολόγων και όχι μόνο, κάτι που αναμφίβολα έχει να κάνει με την τεράστια ποσότητα χρήματος που έχει ρίξει στις αγορές η ΕΚΤ», αναφέρει ο αναλυτής Ευάγγελος Πανέτσος. Πρόκειται, όπως είπε, για μία παρεμβατική κατάσταση, που σαφώς ευνοεί τα μέγιστα την ελληνική οικονομία στην κατάσταση που την έχει οδηγήσει η πανδημία του κορονοϊού. Οι σημερινές αποδόσεις δίδουν τη δυνατότητα στο Ελληνικό Δημόσιο να βγει ξανά στις αγορές και να δανειστεί με εντυπωσιακά χαμηλά επιτόκια, που ούτε καν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μέχρι πριν από λίγο καιρό. Εάν, για παράδειγμα, άνοιγε εκ νέου τη 10ετία, θα μπορούσε με βάση τα σημερινά επίπεδα της δευτερογενούς αγοράς να επιτύχει ένα
επιτόκιο χαμηλότερο για πρώτη φορά και του ψυχολογικού επιπέδου του 1%. Ο αναλυτής βλέπει τις σημερινές συνθήκες να συνεχίζονται για τουλάχιστον έναν ακόμη χρόνο, με την απόδοση του 10ετούς να παραμένει γύρω από τα σημερινά επίπεδα, με κάποιες κατά καιρούς διακυμάνσεις ή αναταράξεις, ενώ θεωρεί ότι είναι αρκετά δύσκολο να σπάσει πτωτικά το φράγμα του 0,50% υπό τις σημερινές συνθήκες. Το παράδοξο αλλά και ταυτόχρονα πολύ θετικό της κατάστασης αποτυπώνεται πολύ καλύτερα, κατά τον κ. Πανέτσο, στην 20ετία του Ελληνικού και του Αμερικανικού Δημοσίου, όπου οι αποδόσεις απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους, με το ελληνικό να είναι 0,3% φθηνότερο! Ο αναλυτής επισημαίνει επίσης ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν πωλητές στην ελληνική αγορά, αφού την έχουν «σκουπίσει» οι τράπεζες και η ΕΚΤ, τη στιγμή μάλιστα που ακόμη και εάν ήθελε κάποιος ιδιώτης να πωλήσει, θα δίσταζε, αφού θα πλήρωνε φόρο υπεραξίας 15% και ας μην έχει πραγματικό κέρδος στα κουρεμένα ομόλογά του. Όλο αυτό το χρήμα που έρχεται από την ΕΚΤ αλλά και τις υπόλοιπες κρατικές τράπεζες έχει ξεκάθαρο στόχο τις αγορές μετοχών και τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, με τελικό σκοπό την πολυπόθητη ανάπτυξη.