Οι υπερβολές φοβίζουν μάλλον... υπερβολικά
Στον ρυθμό των αμερικανικών τίτλων χρέους
Ηεβδομάδα που πέρασε σφραγίστηκε από τις εντυπώσεις που δημιούργησε η άνοδος των αποδόσεων στα ομόλογα των ΗΠΑ, η οποία απλώθηκε στο σύνολο των αγορών κρατικού χρέους. Αναδύθηκε λοιπόν μια κλασική στο επενδυτικό σύμπαν αντίληψη, που θεωρεί την άνοδο των αποδόσεων στις αγορές σταθερού εισοδήματος αιτία για εγκατάλειψη σημαντικών προς διαχείριση κεφαλαίων από τις μετοχές και γενικότερα τις, σε αξίες υψηλού ρίσκου, επενδύσεις. Η απόδοση στο 10ετές ομόλογο αναφοράς, η οποία αυξάνεται όταν πέφτουν οι τιμές των ομολόγων, ανέβηκε σε υψηλό ενός έτους αυτή την εβδομάδα, στο 1,36%, τροφοδοτούμενη από τις προσδοκίες ότι η πρόοδος στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού και η περαιτέρω δημοσιονομική ώθηση θα επιτάχυναν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη.
Κυριάρχησε η εκτίμηση πως η ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ θα έρθει πιο γρήγορα και θα αποκτήσει μεγαλύτερο, από τον αρχικά εκτιμώμενο, βηματισμό. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια ξαφνική εκτίναξη των πληθωριστικών πιέσεων, που θα ανάγκαζε τη Fed να κάνει στροφή προς πολιτικές σύσφιγξης. Θεωρώντας μάλιστα πιθανό να ξεφύγει η κατάσταση από τον έλεγχο των αρμοδίων. Για την ώρα θα συνεχιστεί ο διάλογος μεταξύ των επενδυτικών ομίλων για την κατάσταση και για το πόση σταθερότητα μπορεί να αποκτήσουν οι πληθωριστικές πιέσεις. Την εμφάνισή τους δεν αμφισβητεί κανένας, αλλά αρκετοί θεωρούν πως όταν ανοίξουν οι δραστηριότητες τα, λόγω lockdown, συσσωρευμένα κεφάλαια για καταναλωτικές δαπάνες θα γεννήσουν προσωρινές πιέσεις, που αργότερα θα εκτονωθούν.
Πηγές ανησυχίας
Αυτή η προβληματική ενισχύθηκε από μια σειρά φαινομένων που υπογραμμίζουν την υπερβολή στη διάθεση για ανάληψη ρίσκου, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει η καμπύλη των
αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων. Η τελευταία έρευνα της BofA Global Research στους διαχειριστές κεφαλαίων έδειξε ρεκόρ στο καθαρό ποσοστό όσων επιλέγουν υψηλότερο από το κανονικό ρίσκο, με το ύψος των διαθέσιμων μετρητών στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2013, με την τοποθέτηση σε μετοχές και εμπορεύματα στο υψηλότερο σημείο σε βάθος μιας δεκαετίας.
Ο αντιπροσωπευτικότερος και βαρύτερος μετοχικός δείκτης S&P500, στο τέλος της περιόδου ανακοίνωσης αποτελεσμάτων, ταλαντώνεται κοντά στα ρεκόρ υψηλών βίου. Σύμφωνα με τη Refinitiv, με δείκτη τιμής προς προσδοκώμενα κέρδη στο 22,2. Η αποτίμηση δεν είναι χαμηλή σε σύγκριση με τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 15,3, αν και αρκετοί επενδυτές δήλωσαν ότι οι μετοχές εξακολουθούν να φαίνονται σχετικά φθηνές σε σύγκριση με τα ομόλογα.
Παρά το ότι τα εταιρικά αποτελέσματα αποτυπώνουν συνολικά κέρδη 17,2% πάνω από τις προσδοκίες, υπάρχει, για όσους ανησυχούν, πλήθος ενδείξεων ότι η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική και τα φορολογικά κίνητρα έχουν τροφοδοτήσει υπερβολικά μεγάλη όρεξη για κίνδυνο. Αναφέρουν τα εκπληκτικά διαδικτυακά «συλλαλητήρια» στο Bitcoin και στις μετοχές της Tesla. Με το πρώτο να περνά αισθητά ψηλότερα από το ψυχολογικό, καθώς τεχνικό όριο δεν υπάρχει, των 50.000 δολαρίων, ενώ στην αρχή του μήνα με την «ευλογία» του Έλον Μασκ ξεπέρασε τα 40.000.
Επίσης σαν επιπλέον ένδειξη των υπερβολών στην εξοικείωση με το ρίσκο αναφέρεται ο πολλαπλασιασμός των εταιρειών εξαγοράς ειδικού σκοπού (SPACs). Δεν συμπληρώθηκαν δύο μήνες στο 2021 και οι εταιρείες εξαγοράς ειδικού σκοπού στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκέντρωσαν περίπου 26 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιανουάριο, σχεδόν το ένα τρίτο του ρεκόρ των 83 δισεκατομμυρίων δολαρίων που συλλέχθηκαν από 248 SPAC καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020. Οι αποκαλούμενες εταιρείες «άνευ υποχρέωσης ελέγχου» δεν έχουν άλ
λες λειτουργίες ή επιχειρηματικό σχέδιο, εκτός από την απόκτηση μιας μη εισηγμένης εταιρείας χρησιμοποιώντας τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν μέσω Δημόσιας Εγγραφής IPO, επιτρέποντας έτσι στην τελευταία να περνά σε δημόσια διαπραγμάτευση γρήγορα.
Τα SPAC είναι ένας τύπος από την ποικιλία των μονοπατιών που υπάρχουν για τη χρήση εταιρειών που λειτουργούν ως όχημα για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο από το «παράθυρο», αλλά νομότυπα. Για παράδειγμα μια επιτυχημένη εκτός χρηματιστηρίου εταιρεία συγχωνεύεται με ένα κατάλοιπο εισηγμένης που είχε λειτουργήσει κερδοφόρα στο παρελθόν και καταλήγει να διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο μέσα από ένα κενό κέλυφος. Τα SPACs απλώς διαφέρουν στο ότι η εταιρεία κέλυφος είναι μια ενεργή οντότητα, φορτωμένη με μετρητά από τη δημόσια εγγραφή της που ψάχνει για στόχους μη εισηγμένων εταιρειών.
Οι εκτιμήσεις μεγάλων οίκων
Μέχρι στιγμής τα χρηματιστήρια στην κίνηση των αποδόσεων έχουν ανταποκριθεί με μια άνω του μετρίου ταλάντευση. Ωστόσο, ορισμένοι επενδυτές ανησυχούν ότι η συνεχής αύξησή τους, η οποία «υποστηρίζεται» από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, θα μπορούσε να μειώσει τη γοητεία πιο επικίνδυνων συγκριτικά επενδύσεων, όπως οι μετοχές και να επηρεάσει τον S&P 500 που έχει αυξηθεί περίπου 75% από τον περασμένο Μάρτιο.
Οι αναλυτές της Citi σε έκθεση την περασμένη εβδομάδα ανέφεραν ότι η πτώση κατά 10% «φαίνεται πολύ εύλογη». Τονίζοντας ότι «εάν η αύξηση των αποδόσεων
των ομολόγων προκαλέσει πτώση σε δημοφιλείς μετοχές growth (με άνω του μέσου ρυθμού ανάπτυξης εσόδων) υψηλής κεφαλαιοποίησης, του τομέα της πληροφορικής, θα επηρεάσει τον δείκτη ευρύτερα, λόγω της μεγάλης παρουσίας αυτών των μετοχών στον S&P500».
Οι αναλυτές της Nomura, εν τω μεταξύ, είχαν δηλώσει νωρίτερα στη βδομάδα ότι μια κίνηση άνω του 1,5% στις αποδόσεις για τα 10ετή θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση 8% στις μετοχές.
Οι χαμηλές αποδόσεις και αντίστοιχα τα χαμηλά επιτόκια υποστηρίζουν τις μετοχές με διάφορους τρόπους, όπως η μείωση του κόστους χρέους και δανεισμού, ή καθιστώντας τις μετοχές ελκυστικότερες σε σχέση με τα ομόλογα, προκαλούν επίσης αύξηση της αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών των εταιρειών.
Ο J. Bryant Evans στον αντίποδα, διευθυντής χαρτοφυλακίου της Cozad Asset Management, πρόσθεσε μετοχές τραπεζών και εταιρειών ενυπόθηκων δανείων, σε ένα χαρτοφυλάκιο υψηλών μερισμάτων αυτήν την εβδομάδα, για να επωφεληθεί από τις βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές και από το περιβάλλον που οδηγεί στην αύξηση των επιτοκίων.
Θεώρησε δε πως τα ομόλογα θα μπορούσαν να αρχίσουν να ανταγωνίζονται πιο επιθετικά τις μετοχές, όταν η απόδοση των 10ετών πιάσει το 3%.
Ο Paul Nolte, διευθυντής χαρτοφυλακίου της Kingsview Investment Management, δήλωσε: Η απότομη κλίση στην καμπύλη απόδοσης είναι «ο τρόπος της αγοράς ομολόγων για να πούμε σε όλους ότι η οικονομία ανακάμπτει και γίνεται υγιής».
[SID:14127721]