«Ανάσα» ρευστότητας στην αγορά με 4,5 δισ. μέχρι το τέλος του 2021
Τι προβλέπουν τα 10 προγράμματα στήριξης που εξακολουθεί να τρέχει το ΥΠΟΙΚ
Ανάσα ρευστότητας ύψους 4,5 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες που έχουν πληγεί από την πανδημία δίνει το υπουργείο Οικονομικών μέσω 10 προγραμμάτων που συνεχίζουν να στηρίζουν την αγορά κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εν λόγω μεγάλο «πακέτο» ενισχύσεων είναι, εκτός απροόπτου, και το τελευταίο που δίνει το Δημόσιο για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με την ελπίδα ότι από τις αρχές του 2022 ο «εφιάλτης» του Covid19 θα έχει τελειώσει και θα έχει αρχίσει η σταδιακή επαναφορά και της οικονομίας στην κανονικότητα, γεγονός που θα φέρει και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ρευστότητα στην αγορά και τις θέσεις εργασίας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και από το επόμενο έτος το ταμειακό κόστος για το Δημόσιο μειώνεται δραστικά, με την κατάργηση των περισσοτέρων μέτρων στήριξης, και γι’ αυτό αναμένεται να διαμορφωθεί, με βάση και τις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, στα 2,079 δισ. ευρώ από 15,611 δισ. ευρώ φέτος.
Για το 2022 εξάλλου η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει ότι τα μόνα μέτρα που θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται είναι η αναστολή πληρωμής της εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα, που θα «κοστίσει» περίπου 767 εκατ. ευρώ, καθώς και η μείωση κατά τρεις μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών επίσης για τον ιδιωτικό τομέα, ύψους 816 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένο ότι το ποσοστό προκαταβολής φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων θα είναι μειωμένο στο 55% και των νομικών προσώπων στο 80%, όπως άλλωστε και η μείωση του ποσοστού φορολογίας νομικών προσώπων από 24% στο 22%, με εκτιμώμενο κόστος 183 εκατ. ευρώ για το 2022, 112 εκατ. ευρώ για το 2023, 125 εκατ. ευρώ για το 2024 και 136 εκατ. ευρώ για το 2025.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό επι
χειρήσεις και επαγγελματίες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το τρέχον εξάμηνο είναι το τελευταίο το οποίο μπορούν να κάνουν χρήση των κρατικών ενισχύσεων, με όποια μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεδειγμένα έχουν πληγεί από την επέλαση του κορονοϊού τους προηγούμενους μήνες.
Τα προγράμματα μάλιστα που «τρέχουν» και μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην ενίσχυση της ρευστότητας φυσικών και νομικών προσώπων είναι 10 και έχουν ως εξής: Πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών επιχειρήσεων ύψους 500 εκατ. ευρώ. Προγράμματα επιδότησης κεφαλαίου κίνησης μέσω του ΕΣΠΑ για την εστίαση, τον τουρισμό, τα γυμναστήρια και τους παιδότοπους, συνολικού ύψους 766 εκατ. ευρώ. Νέο εγγυοδοτικό πρόγραμμα μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας για πολύ μικρές επιχειρήσεις με κόστος 220 εκατ. ευρώ που με τη μόχλευση ανέρχεται σε 450 εκατ. ευρώ. Επέκταση προγράμματος «ΣυνΕργασία» έως τον Σεπτέμβριο, με ειδική πρόβλεψη για τους εποχικά απασχολούμενους, με εκτιμώμενο κόστος 122 εκατ. ευρώ. Επιδότηση δανείων δανειοληπτών φυσικών προσώπων μέσω του «Γέφυρα» και νομικών προσώπων μέσω του «Γέφυρα 2», με εκτιμώμενο κόστος περί τα 400 εκατ. ευρώ. Ενίσχυση της απασχόλησης μέσω του προγράμματος των 100.000 θέσεων εργασίας, με ειδική πρόβλεψη για τους εποχικά απασχολούμενους, με εκτιμώμενο κόστος 200 εκατ. ευρώ. Προγράμματα κοινωνικού τουρισμού του υπουργείου Τουρισμού και του ΟΑΕΔ, ύψους 110 εκατ. ευρώ. Μείωση προκαταβολής φόρου επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών με κόστος 907 εκατ. ευρώ. Αναστολή πληρωμής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα με εκτιμώμενο κόστος για το επόμενο διάστημα έως τέλη του έτους 609 εκατ. ευρώ. Μείωση τριών μονάδων ασφαλιστικών εισφορών για τον ιδιωτικό τομέα, με εκτιμώμενο κόστος για το επόμενο διάστημα έως τέλη του έτους 408 εκατ. ευρώ.
Η αγορά «χτίζει» με το «Γέφυρα ΙΙ»
Μεγάλη είναι εξάλλου μέχρι σήμερα και η ανταπόκριση της
αγοράς στο πρόγραμμα «Γέφυρα ΙΙ», καθώς δεκάδες χιλιάδες είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που εντάχθηκαν σε αυτό προκειμένου να τύχουν της επιδότησης των επιχειρηματικών τους δανείων για έως και οκτώ μήνες.
Οι πρώτες δόσεις που καταβλήθηκαν αφορούν ενήμερα επιχειρηματικά δάνεια, καθώς οι επιχειρήσεις με μη εξυπηρετούμενα ή καταγγελμένα δάνεια θα πρέπει πρώτα να προχωρήσουν σε ρύθμιση του δανείου τους με τις πιστώτριες τράπεζες και στη συνέχεια να αιτηθούν ένταξη στο πρόγραμμα για την 8μηνη επιδότηση των δανείων τους.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το «πορτοφόλι» του «Γέφυρα ΙΙ» ανέρχεται σε 300 εκατ. ευρώ και τα ποσά των ενισχύσεων ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης ξεκινούν από 600 ευρώ και φτάνουν έως και τις 50.000 ευρώ ανά δόση δανείου. Όσον αφορά τη συνεισφορά του Δημοσίου στην επιδότηση για 8 μήνες των επιχειρηματικών δανείων, αυτή διαμορφώνεται ως εξής: εξυπηρετούμενα δάνεια: Στο 90% της μηνιαίας δόσης για το 1ο τρίμηνο, στο 80% για το 2ο τρίμηνο και στο 70% για τους υπόλοιπους 2 μήνες. μη εξυπηρετούμενα δάνεια: Στο 80% της μηνιαίας δόσης για το 1ο τρίμηνο, στο 70% για το 2ο τρίμηνο και στο 60% για τους υπόλοιπους 2 μήνες.
Επισημαίνεται μάλιστα ότι μετά το πέρας της 8μηνης επιδότησης των δανείων τους οι επιχειρήσεις και επαγγελματίες που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα μπορούν να διεκδικήσουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (8-18 μήνες) και διευκολύνσεις στην αποπληρωμή των δανείων τους από τις τράπεζες, που φτάνουν μέχρι και σε «κούρεμα» χρέους.
Ειδικότερα, στην περίπτωση ρύθμισης μη εξυπηρετούμενου δανείου οι τράπεζες θα πρέπει: 1) να παρέχουν μείωση του επιτοκίου ρύθμισης, κατά τουλάχιστον 10%, συγκριτικά με το επιτόκιο που ίσχυε πριν από την αναδιάρθρωση του δανείου, με διάρκεια 8 μηνών (δηλαδή όσο διαρκεί η επιδότηση) και
2) να παρέχουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: μείωση του επιτοκίου ρύθμισης, για όλη τη διάρκεια της ρύθμισης αποπληρωμής, ή/και διαγραφή ποσοστού τόκων υπερημερίας και εξωλογιστικών τόκων, ή και διαγραφή ποσοστού κεφαλαίου (εφόσον πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, όπως ότι το χρέος είναι μεγαλύτερο της εμπορικής αξίας της περιουσίας του οφειλέτη, συν οφειλετών και εγγυητών, δεν προκύπτει περίσσευμα εσόδων από τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία κ.λπ.), ή και επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής, και
3) να μην αυξήσουν τη δόση του δανείου μετά τη λήξη της επιδότησης και μέχρι την οριστική αποπληρωμή του δανείου.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες στην περίπτωση εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει: 1. να μην τροποποιήσουν τους όρους του δανείου (π.χ. κεφάλαιο, επιτόκιο, διάρκεια αποπληρωμής) σε σχέση με τους όρους που υπήρχαν πριν από τη χορήγηση της κρατικής επιδότησης,
2. να μην αυξήσουν τη δόση του δανείου μετά τη λήξη της επιδότησης και μέχρι την οριστική αποπληρωμή του δανείου.
[SID:14478603]