«Τριπλή βόμβα» για εμπόριο, βιομηχανία και κατανάλωση
Πρώτες ύλες, ενέργεια και εφοδιαστική αλυσίδα «χτυπούν» την οικονομία
Το πάρτι της κατανάλωσης -στο οποίο ήλπιζε το σύνολο της οικονομίας, μετά τα περιοριστικά για την καταναλωτική κίνηση lockdowns, ως βασική προϋπόθεση ανάκαμψης βραχυπρόθεσμα, αλλά και μεσομακροπρόθεσμα- διαλύει η κούρσα τιμών των πρώτων υλών σε συνδυασμό με τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και το υψηλό ενεργειακό και μεταφορικό κόστος.
Οι πιο αισιόδοξοι εκτιμούν ότι πρόκειται για προσωρινό φαινόμενο. Ωστόσο, οι δοκιμασμένοι σε συνεχείς κρίσεις άνθρωποι της αγοράς υποστηρίζουν πως η νέα κρίση αναμένεται να παρασύρει σε καθοδικό σπιράλ τις εύθραυστες οικονομίες, μεταξύ των οποίων και την ελληνική, βυθίζοντας σε ακόμη μεγαλύτερη παρακμή τις επιχειρήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά, καταρρακώνοντας το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων και υπονομεύοντας την όποια ανταγωνιστική προσπάθεια της εγχώριας βιομηχανίας.
Πίεση στην κατανάλωση
Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στον δείκτη τόσο της καταναλωτικής εμπιστοσύνης από τη μια πλευρά όσο και των επιχειρηματικών προσδοκιών του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας από την άλλη. Συγκεκριμένα, τα πρώτα δείγματα για ισχυρή ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης είχαν αποτυπωθεί στην πορεία του γενικού δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο το πρώτο επτάμηνο του έτους. Στο διάστημα αυτό ο εν λόγω δείκτης σημείωσε άνοδο 9,2% σε ετήσια βάση, καθώς και στις περισσότερες επιμέρους κατηγορίες, με την υψηλότερη να έχει καταγραφεί σε φαρμακευτικά προϊόντα (24,7%), έπιπλα, ηλεκτρικά είδη και οικιακό εξοπλισμό
(22,7%), ένδυση και υπόδηση (20,5%) και τρόφιμα, ποτά και καπνό (14,8%). Εξαίρεση αποτέλεσαν τα καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων, τα οποία κατέγραψαν μείωση της τάξης του 2,8% σε ετήσια βάση.
Ωστόσο ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος αυξήθηκε με εντυπωσιακό ρυθμό αμέσως μετά το τέλος των περιοριστικών μέτρων, ανέστρεψε την πορεία του ακολουθώντας πτωτική τάση. Όπως όλα δείχνουν, οι καταναλωτές φρενάρουν την πρόθεσή τους για αγορές, ειδικά μάλιστα όταν δεν μπορούν να εντοπίσουν προσιτά σε τιμή προϊόντα, μιας και οι ελλείψεις σε πολλές προϊοντικές κατηγορίες περιορίζουν την γκάμα της διαθεσιμότητας. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η εξέλιξη αυτή συνάδει με το γεγονός ότι οι πληθωριστικές πιέσεις οδηγούν σε αυξανόμενη αβεβαιότητα τους καταναλωτές σχετικά με τη μελλοντική τους αγοραστική δύναμη, πλήττοντας την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Οι «δυσχέρειες» σε παγκόσμιο εμπόριο και ενέργεια αυξάνουν τις τιμές των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών και εν τέλει τις τιμές των τελικών προϊόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κλάδος των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, στον οποίο οι προμηθευτές έχουν ξεκαθαρίσει πως δεν θα απορροφήσουν τα αυξανόμενα κόστη και ήδη έχουν προβεί σε ανατιμήσεις, που φαίνονται στα ράφια της λιανικής, η οποία επίσης δεν μπορεί να απορροφήσει την άνοδο των τιμών των προϊόντων, που έτσι φτάνει στον τελικό καταναλωτή.
Εξάρτηση
Ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, μετά τις έντονες διακυμάνσεις από τον Οκτώβριο 2019 και την πτωτική πορεία μέχρι τα μέσα του 2021, εισήλθε σε φάση ισχυρής ανάκαμψης από τον Μάιο
του 2021 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, διάστημα που συμπίπτει με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων. Ωστόσο, από τον Σεπτέμβριο 2021 οι επιχειρηματικές προσδοκίες για παραγγελίες τους επόμενους τρεις μήνες μειώθηκαν σημαντικά, όπως αντίστοιχα μειωμένες είναι και οι προσδοκίες για τις πωλήσεις για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από αγαθά καθιστά την εγχώρια βιομηχανία, το εμπόριο και την κατανάλωση ευάλωτα, όπως δείχνουν η αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός Ευρωζώνης κατά 29,4% (ετήσια μεταβολή) και η αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες Ευρωζώνης κατά 2,9% (ετήσια μεταβολή). Ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας οι πιέσεις είναι ασφυκτικές λόγω του υψηλότερου μεριδίου κόστους ενέργειας στην Ελλάδα έναντι χωρών της περιφέρειας και του πυρήνα της Ευρωζώνης, του υψηλότερου μεριδίου κόστους ενέργειας στα βασικά μέταλλα και τα μη μεταλλικά ορυκτά, της υψηλότερης στην Ε.Ε. κατανάλωσης προϊόντων πετρελαίου καθώς και των σταθερά υψηλότερων από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Οι συνέπειες της ανόδου των τιμών των ενεργειακών αγαθών είναι εντονότερες
στη βιομηχανία, με τα προβλήματα να «διοχετεύονται» στις παραγωγικές διαδικασίες, στα τελικά προϊόντα, στην κατανάλωση αλλά και στην απασχόληση.
Στην Ελλάδα το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας παρατηρείται σε βασικά μέταλλα και μη μεταλλικά ορυκτά. Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, τα βασικά μέταλλα είναι ο κλάδος βιομηχανίας με το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας, κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2018, στο 15,8%. Ακολούθησαν τα μη μεταλλικά ορυκτά, με μερίδιο κόστους ενέργειας 14%. Σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα τα ορυχεία - λατομεία, με το μερίδιο ενεργειακού κόστους να ανέρχεται στο 12,2% του κόστους παραγωγής. Την πεντάδα συμπλήρωσαν οι κλωστοϋφαντουργικές ύλες και τα πλαστικά προϊόντα, με 6,8% και 5,9%, αντίστοιχα. Αντίθετα, οι κλάδοι βιομηχανίας με το χαμηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας ήταν μηχανήματα και εξοπλισμός στο 1,3% και φαρμακευτικά προϊόντα στο 1,5%. Ελαφρώς υψηλότερα οι Η/Υ και ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός στο 1,7% και ο ηλεκτρικός εξοπλισμός στο 1,8%. Ακολούθησαν τα προϊόντα καπνού με 2%.
Την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2021 η μεγαλύτερη άνοδος του κόστους παραγωγής σημειώθηκε στα ορυχεία - λατομεία και στον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό με 27,1% και 14,2% (ετήσια μεταβολή). Ακολούθησαν τα βασικά μέταλλα στο 8% και τα μεταλλικά προϊόντα στο 4,3%. Για το σύνολο της βιομηχανίας την εν λόγω περίοδο, ο δείκτης κατέγραψε αύξηση τάξης του 10%.
Αντίθετα, η μεγαλύτερη μείωση του κόστους παραγωγής σημειώθηκε στα προϊόντα καπνού (-3,3%) και στους Η/Υ (-3,2%). Εξασθένηση σημειώθηκε και στα φαρμακευτικά προϊόντα (-1,1%).
[SID:14712882]