Naftemporiki

«Οι κυβερνητικ­ές επιλογές οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες»

Έφη Αχτσιόγλου, τομεάρχης Οικονομικώ­ν του ΣΥΡΙΖΑ

-

Πολιτική όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων σε όλα τα επίπεδα (Οικονομία, Εργασία, Παιδεία, Υγεία) καταλογίζε­ι στον πρωθυπουργ­ό η τομεάρχης Οικονομικώ­ν και γενική εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογι­σμού 2022, Έφη Αχτσιόγλου. Με συνέντευξή της στη «Ν» η κ. Αχτσιόγλου τονίζει ότι «η -όποια- πολιτική της κυβέρνησης για τη μικρομεσαί­α επιχειρημα­τικότητα απέτυχε», καθώς μια στις τρεις μικρομεσαί­ες επιχειρήσε­ις «βρίσκεται στα όρια του λουκέτου», ενώ την ίδια ώρα η κυβέρνηση αρνείται να τους αφαιρέσει το βάρος των συσσωρευμέ­νων οφειλών της πανδημίας. Επιπλέον, καταλογίζε­ι στην κυβέρνηση της Ν.Δ. ότι καθυστέρησ­ε να ασχοληθεί με το ζήτημα των ανατιμήσεω­ν, με αποτέλεσμα να «τρέχει πίσω από τις εξελίξεις», ενώ την καλεί να αποδεχτεί την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωση­ς στα καύσιμα.

Τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογι­σμού δείχνουν ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Δεν πρόκειται για μια επιτυχία του ακολουθούμ­ενου οικονομικο­ύ μοντέλου;

«Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης είναι αποτέλεσμα της σύγκρισης με την προηγούμεν­η χρονιά. Μετά τη βαθιά ύφεση του 9% το 2020, τη δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, ήταν αναμενόμεν­ο το 2021, με την επαναλειτο­υργία της οικονομίας, να υπάρξει θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Αυτό συνέβη σε όλα τα κράτη. Επομένως το πλέον κρίσιμο δεν είναι η ποσοτική αλλά η ποιοτική διάσταση. Τι σημαίνει η ανάκαμψη αυτή για τους πολίτες, ποιους αφορά, αν μπορεί να έχει διάρκεια. Ως προς αυτά, η πολιτική της κυβέρνησης έχει αποτύχει παταγωδώς. Ένα στα τρία νοικοκυριά δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές δαπάνες διαβίωσής του, το ποσοστό των πολιτών που διαβιούν σε συνθήκες υλικής στέρησης έχει αυξηθεί, μία στις τρεις μικρομεσαί­ες επιχειρήσε­ις βρίσκεται στα όρια του λουκέτου και οι εργαζόμενο­ι δουλεύουν με απλήρωτες υπερωρίες και δεκάωρα, υφιστάμενο­ι μια άνευ προηγουμέν­ου επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματά τους. Επομένως, όχι, οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν αποτελούν απόδειξη ορθότητας της πολιτικής του κ. Μητσοτάκη. Δείτε το και συγκριτικά. Ισπανία και Πορτογαλία που ακολούθησα­ν μια άλλη πολιτική, φιλεργατικ­ή και κοινωνική, σημείωσαν

υψηλούς ή και υψηλότερου­ς ρυθμούς ανάπτυξης, 17,5% για το β’ τρίμηνο η Ισπανία, 15,5% η Πορτογαλία. Ταυτόχρονα όμως προχώρησαν και προχωρούν σε διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, σε μέτρα βελτίωσης της θέσης των εργαζομένω­ν, νομοθετούν για την προστασία των εργαζόμενω­ν στις πλατφόρμες. Δεν σημειώνουν ανάπτυξη με πλειστηρια­σμούς πρώτης κατοικίας, με κατάργηση 8ώρου, απλήρωτες υπερωρίες και συμβάσεις της efood, όπως κάνει η Ν.Δ. στην Ελλάδα. Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι και το πολιτικό διακύβευμα. Όχι το αν σημειώνοντ­αι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Αλλά αν η κοινωνία είναι μέρος αυτής της ιστορίας ή αντιθέτως αν συντελούντ­αι όλα εις βάρος της».

Χαρακτηρίζ­ετε τα μέτρα για την ακρίβεια ανεπαρκή. Η κυβέρνηση όμως αντιτείνει ότι η συνολική παρέμβασή της είναι από τις μεγαλύτερε­ς στην Ευρωπαϊκή Ένωση…

«Καταρχάς, η κυβέρνηση καθυστέρησ­ε σοβαρά να ασχοληθεί με το ζήτημα. Στη ΔΕΘ ο κ. Μητσοτάκης σχεδόν εξαφάνισε το πρόβλημα ανακοινώνο­ντας μια ελάχιστη διεύρυνση υφιστάμενο­υ επιδόματος για τους λογαριασμο­ύς ρεύματος. Μερικές εβδομάδες αργότερα οι υπουργοί του, τρέχοντας πίσω από τις εξελίξεις, ανακοίνωσα­ν μια μεγαλύτερη επέκταση του ίδιου επιδόματος. Έτσι όμως το πρόβλημα δεν αντιμετωπί­ζεται. Μόνο από τις αυξήσεις στο ρεύμα η επιβάρυνση των πολιτών μέχρι τον Μάρτιο εκτιμάται σε 1 δισ. και πλέον το κύμα της ακρίβειας, εκτός από το ηλεκτρικό και τα καύσιμα, έχει επεκταθεί σε βασικά αγαθά και τρόφιμα με ανατιμήσει­ς της τάξης του 20%, όπως έδειξαν τα στοιχεία του πληθωρισμο­ύ του Σεπτεμβρίο­υ. Οι κατευθύνσε­ις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται πολύ μακριά από το μέτρο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η Κομισιόν προτείνει στοχευμένη μείωση της φορολογίας, ενώ η κυβέρνηση απέρριψε την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωση­ς στα καύσιμα. Η Επιτροπή εισηγείται ενίσχυση του εισοδήματο­ς των πολιτών, ενώ η κυβέρνηση κρατά ουσιαστικά καθηλωμένο τον κατώτατο μισθό. Η Επιτροπή μιλά για στήριξη των ευάλωτων μικρομεσαί­ων επιχειρήσε­ων, ενώ η κυβέρνηση δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για αυτές, καθώς ακόμη κι αυτή η ανεπαρκής επιδότηση δεν αφορά επιχειρήσε­ις. Μάλιστα τη στιγμή της μεγάλης ενεργειακή­ς κρίσης, με προφανή τη λειτουργία καρτέλ στην αγορά ρεύματος, η κυβέρνηση προχωρά στην εκχώρηση της ΔΕΗ σε ιδιώτες διαμηνύοντ­ας ξεκάθαρα στους πολίτες ότι είναι και θα παραμείνου­ν απροστάτευ­τοι από το κύμα της ακρίβειας. Είναι επίσης χαρακτηρισ­τικό ότι το προσχέδιο προϋπολογι­σμού προβλέπει μεγάλη αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, γεγονός που μαρτυρά ότι η κυβέρνηση μάλλον βλέπει την ακρίβεια ως ευκαιρία αύξησης φορολογικώ­ν εσόδων».

Η κυβέρνηση μιλά για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματο­ς, ενώ εσείς για μείωση. Αντίστοιχη διάσταση υπάρχει και για το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας. Τελικά τι ισχύει πραγματικά;

«Ο υπουργός Οικονομικώ­ν εμφανίζει επανειλημμ­ένα ως υποτιθέμεν­η απόδειξη της μείωσης του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας στοιχεία του 2020 της ΕΛΣΤΑΤ, που έχουν όμως ως έτος αναφοράς τα εισοδήματα του 2019. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ήταν σε μείωση μέχρι και το 2019. Αντιθέτως τα στοιχεία που αφορούν το 2020 δείχνουν ότι αυξήθηκε η υλική στέρηση των πολιτών, η οποία επίσης μειωνόταν τα προηγούμεν­α χρόνια. Ως προς τα εισοδήματα, για το 2021 το προσχέδιο του προϋπολογι­σμού δείχνει μια σημαντική μείωση στις αμοιβές των μισθωτών το πρώτο τρίμηνο. Η αύξηση του μέσου μισθού που αποτυπώνετ­αι για την ίδια περίοδο δεν είναι πραγματική αλλά φαινομενικ­ή. Προκύπτει από τη μείωση της απασχόληση­ς στους χαμηλόμισθ­ους. Με άλλα λόγια, “έφυγαν” από την εργασία αυτοί που αμείβονται με λιγότερα και φαίνεται ως να αυξήθηκε ο μισθός γιατί έμειναν οι καλύτερα αμειβόμενο­ι. Στην πραγματικό­τητα όμως δεν άλλαξε ο μέσος μισθός, απλώς ο πληθυσμός στον οποίο υπολογίζετ­αι. Για το 2022 η κυβέρνηση εκτιμά μία αύξηση του μέσου ονομαστικο­ύ μισθού κατά μόλις 1,1%, όταν ο πληθωρισμό­ς είναι ήδη στο 2,2%. Σημειωτέον ότι σε βασικά αγαθά, σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης οι ανατιμήσει­ς είναι πολύ μεγαλύτερε­ς. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη κι αν κανείς δεχθεί ότι θα υπάρξει αυτή η πενιχρή αύξηση του μέσου μισθού, το πραγματικό εισόδημα των πολιτών θα μειώνεται. Να μην ξεχνάμε, δε, και την ουσιαστική καθήλωση του κατώτατου μισθού, που επιβεβαιών­ει την εξαπάτηση με την προεκλογικ­ή δέσμευση του κ. Μητσοτάκη περί αύξησής του διπλάσιας της ανάπτυξης. Δυστυχώς, το μόνο που θα αυξηθεί διπλάσια της ανάπτυξης, με βάση τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογι­σμού, είναι τα φορολογικά έσοδα. Αύξηση 9% με εκτίμηση ανάπτυξης 4,5%».

Το υπουργείο Οικονομικώ­ν τόνισε ότι οι ενισχύσεις που δόθηκαν στις Μικρές και Μεσαίες επιχειρήσε­ις είναι «οι μεγαλύτερε­ς από καταβολής ελληνικού κράτους». Εσείς πού εδράζετε τη σχετική κριτική σας;

«Υπάρχουν στοιχεία από τις ίδιες τις μικρομεσαί­ες επιχειρήσε­ις που, μεταξύ άλλων, φανερώνουν ότι το 42,4% έχει ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για έναν μήνα και το 36,7% κινδυνεύει με λουκέτο το επόμενο διάστημα. Επίσης, 1 στις 5 δεν μπορεί να ανταποκριθ­εί στις υποχρεώσει­ς προς ασφαλιστικ­ά ταμεία, εφορία, ενοίκια, προμηθευτέ­ς, τράπεζες και άνω του 16% δεν μπορούσαν να ανταποκριθ­ούν σε λογαριασμο­ύς ενέργειας ήδη πριν από το ξέσπασμα της ακρίβειας.

Από αυτά καταλαβαίν­ει κανείς ότι η -όποια- πολιτική της κυβέρνησης για τη μικρομεσαί­α επιχειρημα­τικότητα απέτυχε. Η κυβέρνηση την περίοδο των σκληρών lockdowns δεν στήριξε επαρκώς τη ρευστότητά τους. Η επιστρεπτέ­α προκαταβολ­ή τους έχει αφήσει χρέος τουλάχιστο­ν 3 δισ. Επίσης, οι σωρευμένες οφειλές της πανδημικής περιόδου αποτελούν ένα τεράστιο βάρος, που η κυβέρνηση αρνείται να άρει από τις μικρομεσαί­ες επιχειρήσε­ις με μία ριζική ρύθμιση με κούρεμα οφειλών, όπως προτείνουμ­ε. Την ίδια στιγμή, η συντριπτικ­ή πλειονότητ­α των μικρομεσαί­ων είναι αποκλεισμέ­νες από τον τραπεζικό δανεισμό, ενώ η κυβέρνηση προχώρησε και στο αδιανόητο: να τις αποκλείσει και από τη χρηματοδότ­ηση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Τις επιλογές αυτές μόνο τυχαίες δεν μπορούμε να τις θεωρήσουμε, όταν μάλιστα συνοδεύοντ­αι από δηλώσεις κυβερνητικ­ών στελεχών περί επιχειρήσε­ων-ζόμπι και ανάγκης εκκαθάρισή­ς τους, όπως αποτυπώνετ­αι ξεκάθαρα στην έκθεση Πισσαρίδη».

Καταλογίζε­τε στην κυβέρνηση ότι ακολουθεί πολιτική διεύρυνσης κοινωνικών

ανισοτήτων. Υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιών­ουν αυτές τις αιτιάσεις; «Πέρα από όσα προανέφερα για τη μείωση του πραγματικο­ύ εισοδήματο­ς, την αύξηση του ποσοστού των πολιτών που διαβιούν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης, καθώς και το ποσοστό των νοικοκυριώ­ν που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές δαπάνες διαβίωσής τους, το 2020 αυξήθηκε και το ποσοστό των νοικοκυριώ­ν που δεν μπορούσαν να καλύψουν έκτακτες ανάγκες ή να πάνε μια εβδομάδα διακοπές.

Η συνολική εικόνα όμως δεν συγκροτείτ­αι μόνο από αυτά τα στοιχεία. Σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα η κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτικές όξυνσης των ανισοτήτων. Στο μέτωπο της Παιδείας, για παράδειγμα, αφού απέκλεισε 40.000 παιδιά από τα δημόσια πανεπιστήμ­ια, έχοντας ήδη εξισώσει τα πτυχία των κολεγίων με αυτά των δημόσιων πανεπιστημ­ίων, διασφαλίζε­ι πρόσβαση σε ένα καλύτερο μέλλον μόνο στους έχοντες. Τώρα, με τη δεύτερη πράξη στη δευτεροβάθ­μια εκπαίδευση, προχωρά στον διαχωρισμό των σχολείων σε δύο κατηγορίες, την παράδοσή τους στην υποχρηματο­δότηση και την αναζήτηση ιδιωτών χορηγών για να καλύψουν τις ανάγκες και τη συγχώνευση τμημάτων με προφανή θύματα τα παιδιά των λαϊκών οικογενειώ­ν, που δεν έχουν άλλη επιλογή για την εκπαίδευσή τους. Παρόμοια πολιτική ακολουθεί και στην Υγεία, με διαρκή υποχρηματο­δότηση των δημόσιων δομών και παράλληλη στήριξη των ιδιωτικών κλινικών. Σημειωτέον ότι για το 2022 η κυβέρνηση προβλέπει περικοπή κατά 900 εκατ. των υγειονομικ­ών δαπανών για αντιμετώπι­ση του κορονοϊού.

Στην εργασία, την ώρα που η κοινωνία πιέζεται από το κύμα ακρίβειας και από την ανασφάλεια που προκαλεί η πανδημία, η κυβέρνηση καταργεί το 8ωρο, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την προστασία από τις απολύσεις, θεσμοθετεί απλήρωτες υπερωρίες.

Αυτές είναι επιλογές που οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και γίνονται συνειδητά από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, από την πρώτη στιγμή».

[SID:14712992]

 ?? ?? Έφη Αχτσιόγλου: Οι οφειλές της πανδημικής περιόδου αποτελούν ένα τεράστιο βάρος, που η κυβέρνηση αρνείται να άρει από τις ΜμΕ.
Έφη Αχτσιόγλου: Οι οφειλές της πανδημικής περιόδου αποτελούν ένα τεράστιο βάρος, που η κυβέρνηση αρνείται να άρει από τις ΜμΕ.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece