H χαμηλή εμπορευσιμότητα και ο υψηλός κίνδυνος ρευστότητας
Η ΑΥΞΗΣΗ της εμπορευσιμότητας (free float) των μετοχών είναι η μεγαλύτερη αδυναμία της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς εδώ και δεκαετίες και συνδέεται ακριβώς με τον χαμηλό αριθμό εισηγμένων. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει επαρκής αριθμός μετοχών που να διαπραγματεύεται ελεύθερα, να μην μπορούν Έλληνες και ξένοι επενδυτές να βρίσκουν τα τεμάχια που θέλουν και να υποχρεώνονται να έρχονται σε επαφή με
τις διοικήσεις των εισηγμένων για να κάνουν πακέτα προκειμένου να αποκτήσουν συμμετοχή στα μετοχικά κεφάλαια. Αυτή η στρέβλωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ουσιαστικά από τις 154 εισηγμένες μόνο οι 25 μετοχές του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE 25 και μία δεκάδα μετοχών του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης Mid Cap 40 δίνουν αυτή τη δυνατότητα. Για τις υπόλοιπες, η μέση συναλλακτική δραστηριότητα
εξαντλείται σε μόλις εκατοντάδες τεμάχια.
Συνυφασμένος με την εμπορευσιμότητα μιας μετοχής ή μιας χρηματιστηριακής αγοράς είναι ο όρος «ρίσκο ρευστότητας» (liquidity risk). Ο όρος αυτός δηλώνει τον κίνδυνο που ενέχει η χαμηλή εμπορευσιμότητα, με την έννοια ότι υπάρχουν υψηλές πιθανότητες ο κάτοχος ενός αριθμού μετοχών να μην μπορεί να τις πουλήσει τη στιγμή και στην τιμή που
επιθυμεί ή αντίστροφα: κάποιος που επιθυμεί να αγοράσει έναν αριθμό μετοχών, να μην μπορεί να το πράξει στη στιγμή και στην τιμή που επιθυμεί. Αντίστοιχα, σε επίπεδο μιας χρηματιστηριακής αγοράς που έχει χαμηλή εμπορευσιμότητα, για έναν επενδυτή με μεγάλο χαρτοφυλάκιο, ο κίνδυνος ρευστότητας έγκειται στο να μην μπορεί να το ρευστοποιήσει όταν το επιθυμεί ή να καταλήξει να προκαλέσει μεγάλη πτώση
στις τιμές με τις πωλήσεις του. Το αντίστροφο ισχύει στην περίπτωση που κάποιος θέλει να αγοράσει μία μεγάλη ποσότητα μετοχών ή στην περίπτωση που σε μία αγορά εισέρχονται μαζικά κεφάλαια. Τότε παρατηρείται μία πολύ μεγάλη άνοδος των τιμών. Το φαινόμενο αυτό είναι έντονο στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως αγορά με υψηλό κίνδυνο ρευστότητας.