«Θηλιά» η ενεργειακή κρίση για τη χημική βιομηχανία Προτάσεις του κλάδου για αντιμετώπιση του δυσμενούς σεναρίου
Στη μέγγενη της ενεργειακής κρίσης βρίσκεται ο κλάδος της χημικής βιομηχανίας και όπως τονίζει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών η σημερινή πραγματικότητα τείνει προς το δυσμενέστερο σενάριο πρόσφατης μελέτης (Μάιος 2022) του ΙΟΒΕ.
ΑΝ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ενέργειας δεν αποκλιμακωθούν το τρέχον έτος, οι δαπάνες ενέργειας της χημικής βιομηχανίας εκτιμάται ότι θα ανέλθουν περαιτέρω στα 275 εκατ. ευρώ το 2022 ή στο 10,6% του συνολικού κόστους παραγωγής, από 5,6% το 2021 και 3,5% το 2020. Στο πιο δυσμενές σενάριο, οι ενεργειακές δαπάνες χωρίς την επιδότηση των τιμών ενέργειας το 2022 αποτελούν το 87% της προστιθέμενης αξίας του κλάδου.
Το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας -η κατανάλωση ήταν 53% χαμηλότερη σε σχέση με το 2010-, αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μίγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά ηλεκτρική ενέργεια, το 39% φυσικό αέριο, το υπόλοιπο 16% προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG. Η χημική βιομηχανία, για να παράγει χημικά προϊόντα, όπως λιπάσματα, καταναλώνει τετραπλάσια ποσότητα σε σχέση με την κατανάλωση φυσικού αερίου για θερμικές ανάγκες.
Μετά την περίοδο της πανδημίας, οι τιμές των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά, ενώ η διαθεσιμότητά τους κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Όπως σημειώνουν οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου, για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι βιομηχανίες πασχίζουν να τροφοδοτηθούν ώστε να καλύψουν τη ζήτηση σε αγαθά, ενώ παράλληλα οι ανάγκες για ρευστότητα και αποθεματοποίηση είναι τεράστιες. Μια ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες. Στον αντίποδα, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν τη δυνατότητα και τους πόρους να μην επηρεάζονται όσο οι ελληνικές.
Στο μεταξύ, ο κλάδος αποτελείται από 900 επιχειρήσεις, η παραγωγή του το 2021 ανήλθε στα 3,1 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές στα 2,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 27% έναντι του 2020, με το πρώτο εξάμηνο 2022 να διαμορφώνεται στο +5,7% έναντι του 2021. Απασχολεί 13.000 εργαζόμενους άμεσα και για κάθε 1 θέση εργασίας στη χημική βιομηχανία αντιστοιχούν 5,7 στην οικονομία.
Προστιθέμενη αξία
Επίσης, για κάθε 1 ευρώ δαπάνη στη χημική βιομηχανία, αντιστοιχεί 1,9 ευρώ στην οικονομία. Στην Ευρώπη συνολικά η αξία
παραγωγής του κλάδου ανήλθε στα 500 δισ. ευρώ, αποτελώντας τον 4o μεγαλύτερο κλάδο, με 40 δισ. ευρώ εμπορικό πλεόνασμα, 1,3 εκατ. άμεσα εργαζόμενους, και δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης στο 7,5% επί της προστιθεμένης αξίας.
Υπό τις παρούσες συνθήκες οι θέσεις των εταιρειών συνοψίζονται στην αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, απαλλαγή από την επιβάρυνση με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση -η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τον επιβάλλει στην Ε.Ε.-, προώθηση των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας και να μην υπάρξουν δεσμεύσεις για οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.
Αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια, οι χημικές βιομηχανίες ζητούν προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και παραγωγή βιομεθανίου, εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας όπως η παραγωγή και αποθήκευση υδρογόνου, επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ με βελτίωση των υποδομών, περαιτέρω ενδυνάμωση έργων εξοικονόμησης και επιτάχυνση αναβάθμισης κτηρίων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Στην Ευρώπη συνολικά η αξία παραγωγής του κλάδου ανήλθε στα 500 δισ. ευρώ.