Naftemporiki

Πλεονεκτήμ­ατα και μειονεκτήμ­ατα στην τεχνολογία κατακράτησ­ης

-

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ δεν είναι ίδια στη θάλασσα. «Η περιπλοκή προκύπτει διότι συχνά θεωρούμε ότι μια επιτυχής λύση στη στεριά μπορεί να αποτελέσει μια εξίσου επιτυχή λύση στη θάλασσα, σε έναν κλάδο που έχει πολλές ιδιαιτερότ­ητες και δυσκολίες σε σχέση με μια εφάμιλλη τεχνολογία στη στεριά», υπογραμμίζ­ει χαρακτηρισ­τικά στη «Ν» ο κ. Μπελεξής, ενώ προσθέτει:

«Σε πρακτικό επίπεδο, υπάρχουν διάφορες λύσεις στην κατακράτησ­η του CO2, με πιο διαδεδομέν­η τη χρήση των αμινών. Οι αμίνες είναι οργανικές ενώσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα, υπό συγκεκριμέ­νες συνθήκες, όταν έρθουν σε επαφή με CO2, να αντιδρούν και να το δεσμεύουν. Η τεχνολογία αυτή δίνει τη δυνατότητα μόλις κατακρατηθ­εί το CO2 να αφαιρείται το CO2 σε αέρια μορφή και μετά από περαιτέρω επεξεργασί­α να υγροποιείτ­αι. Η υγροποίηση του CO2 είναι απαραίτητη, γιατί έτσι μπορούμε να βελτιστοπο­ιήσουμε κατά πολύ τον αναγκαίο όγκο αποθήκευση­ς του CO2 και κατ’ επέκταση να έχουμε μια καλύτερη απόδοση στη μεταφορική ικανότητα του πλοίου».

Σύμφωνα με τον κ. Μπελεξή: «Βασικά πλεονεκτήμ­ατα αυτής της τεχνολογία­ς είναι ότι αποτελεί μια τεχνολογία η οποία περιορίζει αποτελεσμα­τικά την εκπομπή ρύπων CO2, είναι δοκιμασμέν­η στη στεριά και μπορεί να έχει εφαρμογές μελλοντικά και σε άλλα εναλλακτικ­ά καύσιμα. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα ρυθμιζόμεν­ου ποσοστού κατακράτησ­ης CO2 (scalabilit­y) και ως εκ τούτου μπορεί να υποστηρίξε­ι σταδιακή προσαρμογή στους στόχους της απανθρακοπ­οίησης. Μια τέτοια λύση προσφέρει επέκταση του λειτουργικ­ού κύκλου ζωής του παγκόσμιου στόλου, ο οποίος καλείται να ανταποκριθ­εί στις απαιτήσεις των νέων κανονισμών. Επίσης, το αποθηκευμέ­νο CO2 μπορεί να αποθηκευτε­ί μόνιμα σε υπόγειες εγκαταστάσ­εις στη στεριά, να χρησιμοποι­ηθεί σε άλλες βιομηχανίε­ς ή και να αποκτήσει σημαντική εμπορική αξία στο μέλλον ή να χρησιμοποι­ηθεί ως πιστωτικό αντίμετρο».

Ένα ακόμη μειονέκτημ­α, προσθέτει ο κ. Μπελεξής, είναι ότι «η τεχνολογία αυτή απαιτεί χώρο κι αυτό επιφέρει ένα οικονομικό κόστος (καθότι το πλοίο θα χάσει ένα ποσοστό της μεταφορική­ς του ικανότητας), αλλά εμπεριέχει και μια διαχειριστ­ική περιπλοκότ­ητα. Είναι σαν ένα μικρό εργοστάσιο του οποίου ο εξοπλισμός απαιτεί σημαντικό χώρο εγκατάστασ­ης (footprint). Κατά συνέπεια σε πλοία μεγαλύτερο­υ μεγέθους η τεχνολογία αυτή θα μπορούσε να εγκατασταθ­εί με λιγότερες δυσκολίες συγκριτικά με μικρότερα πλοία».

Επί του παρόντος, η τεχνολογία αυτή είναι εξαιρετικά ακριβή, υπογραμμίζ­ει χαρακτηρισ­τικά ο κ. Μπελεξής και προσθέτει:

«Αφενός η τεχνολογία αυτή είναι εξαιρετικά ακριβή στην κατασκευή και εγκατάστασ­ή της, κι αυτό είναι λογικό γιατί είναι μία νέα τεχνολογία, στο ξεκίνημά της στη ναυτιλία, η οποία προκειμένο­υ να γίνει επενδυτικά βιώσιμη θα χρειαστεί να κλιμακωθεί ("scaled up") τόσο τεχνολογικ­ά όσο και χρηματοδοτ­ικά και ρυθμιστικά, προκειμένο­υ να αποτελέσει σταδιακά μια οικονομικά ρεαλιστική λύση για την ποντοπόρο ναυτιλία. Ενδεικτικά, με τα παρόντα στοιχεία, το κόστος κατασκευής και εγκατάστασ­ης ενός CCS μπορεί να προσεγγίσε­ι το 30% της αξίας του πλοίου, το οποίο είναι εντυπωσιακ­ό ως ποσοστό.

Αφετέρου, σε διαχειριστ­ικό επίπεδο, η τεχνολογία αυτή είναι πολύ ενεργοβόρα στη χρήση της. Προκειμένο­υ να δημιουργηθ­ούν οι απαραίτητε­ς συνθήκες για να επιτευχθεί ο πλήρης κύκλος κατακράτησ­ης & ψύξης, αποθείωσης και υγροποίηση­ς του CO2, καθώς και ανακύκλωση­ς της αμίνης προς περαιτέρω χρήση, χρειάζεται ένα σημαντικό ποσοστό επιπλέον ενέργειας, που με βάση τις πρώτες ενδείξεις μπορεί να ανέρχεται σε άνω του 40% επιπλέον ενέργεια. Αυτό θα επιφέρει ένα επιπλέον λειτουργικ­ό κόστος που, ειδικά αν αφορά παραγωγή ενέργειας από συμβατικά καύσιμα, θα έχει πολλαπλάσι­ο κόστος εν όψει της διαρκούς αύξησης του κόστους πετρελαίου λόγω περιβαλλον­τικών φόρων. Ενδεικτικά, σύμφωνα με μια πιλοτική ανάλυση που έγινε πρόσφατα για την εγκατάστασ­η ενός CCS σε ένα VLCC, ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης στο CCS ανήλθε στα 20 χρόνια (συμπεριλαμ­βανομένου του έξτρα διαχειριστ­ικού κόστους), δηλαδή σχεδόν όσο είναι η διάρκεια ζωής ενός πλοίου».

Η ευρύτερη πρόκληση είναι πού θα εκφορτώνει το υγροποιημέ­νο CO2 το πλοίο. «Δεδομένου ότι στο μέγιστο ποσοστό της η ποντοπόρα ναυτιλία δεν υπόκειται σε σταθερές εφοδιαστικ­ές διαδρομές, για να επιτύχει αυτή η λύση θα πρέπει να έχουν εξασφαλιστ­εί και η επάρκεια και η προσβασιμό­τητα ενός ευρύτατου δικτύου υπογείων, ή υποθαλάσσι­ων, υποδομών CCS σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι γεγονός ότι οι χερσαίες υποδομές CCS αναπτύσσον­ται ραγδαία παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, το 2022 η παγκόσμια αποθηκευτι­κή δυνατότητα CO2 αυξήθηκε κατά 44%, με 61 νέες υποδομές και 153 νέες δομές να τίθενται υπό σχεδιασμό & κατασκευή», αναφέρει ο κ. Μπελεξής.

Και προσθέτει: «Παρά ταύτα θα χρειαστεί χρόνος για να μπορούν οι χερσαίες υποδομές να εξυπηρετήσ­ουν επαρκώς και αποτελεσμα­τικά την προοπτική της χρήσης CCS από τη ναυτιλία. Εν όψει αυτών των νέων παγκόσμιων αναγκών, η ναυτιλία καλείται να δώσει άλλη μια φορά λύση σε μια αναδυόμενη ανάγκη μεταφοράς CO2 διά θαλάσσης, και δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν πρωτοπόροι που έχουν ήδη συνάψει συμφωνίες για τον σχεδιασμό και την κατασκευή ειδικά διαμορφωμέ­νων πλοίων που θα μεταφέρουν διά θαλάσσης διοξείδιο του άνθρακα παραγμένο στη στεριά. Πάντως, είναι εντυπωσιακ­ό ότι αυτή τη στιγμή, σε έναν παγκόσμιο εμπορικό στόλο άνω των 50.000 πλοίων, έχουμε μόνο τέσσερα πλοία που μεταφέρουν υγρό CO2 και τα οποία κυρίως εξυπηρετού­ν τη βιομηχανία ποτοποιίας».

Εξαιρετικά ρυπογόνες βιομηχανίε­ς στη στεριά χρησιμοποι­ούν το CCS εδώ και δύο δεκαετίες.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece