Σιάμαλαν και Αστερίξ, οι «φίλοι» του «ταμείου»
Ολόκληρη η δράση σε έναν τόπο στο «Χτύπο στην καλύβα»
ΧΑΙΡΟΜΑΙ πολύ που ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι και πάλι στα πάνω του: Παρά τις απανωτές αστοχίες (γιατί δεν ήταν πως δεν έκοβαν εισιτήρια οι ταινίες του, ήταν και κακές!), έχει επιτύχει μέγα χαττρικ καθώς είναι εδώ και αρκετό καιρό ξανά «στο παιχνίδι» και μάλιστα με τους όρους του. Και όπως και στο προηγούμενο φιλμ του (το διχαστικό «Old»), έτσι κι εδώ, στο «Χτύπο στην καλύβα», τοποθετεί σχεδόν ολόκληρη τη δράση σε έναν τόπο - συγκεκριμένα, σε ένα εξοχικό σπίτι όπου καταφθάνουν τέσσερις άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι που τους στοιχειώνει το ίδιο όραμα: Αν η οικογένεια σε αυτή την καλύβα δεν επιλέξει να σκοτώσει ένα μέλος της, ο κόσμος θα καταστραφεί. Μοιάζει με επεισόδιο της «Ζώνης του λυκόφωτος», και είναι αυτή η φόρμα που μοιάζει να έχει επιλέξει τελευταία ο Σιάμαλαν που σε κερδίζει ξανά από το πρώτο λεπτό - ειλικρινά, δεν γίνεται να μη θαυμάσεις την αφηγηματική του επιδεξιότητα.
Το πρόβλημα βέβαια με τον Σιάμαλαν δεν είναι το πώς ξεκινούν οι ταινίες του αλλά το πώς τελειώνουν - και εδώ υπάρχει μια μεγάλη έκπληξη, καθώς ο σκηνοθέτης αφήνει πίσω του την «παράδοση» της έκπληξης στο τέλος (η λογοτεχνική «πηγή» του δεν άφηνε και πολλά περιθώρια).
«Πολύτιμο φορτίο» λέει αισθαντικά ο Τόμπι Τζόουνς, καθώς βλέπει τις μπομπίνες να φτάνουν στο πολύπαθο σινεμά όπου διαδραματίζεται η «Αυτοκρατορία του φωτός» του Σαμ Μέντες, πρώτη ταινία βασισμένη σε δικό του σενάριο, με το δράμα να ξετυλίγεται σε έναν κινηματογράφο, κάπου στα 80s. Ένα γλυκό πιανιστικό μοτίβο παίζει στο background και ο Ρότζερ Ντίκινς φιλμογραφεί τα τεκταινόμενα μπλέκοντας συχνά χρώματα ζωηρά και αχνά στο ίδιο κάδρο. Τι όμορφη εικόνα, ναι. Ξέρετε κάτι όμως; Μπορώ να φανταστώ πολλούς προβολατζήδες που μάλλον δεν θα κοντοστέκονταν με αυτό το δέος μπροστά από τις μπομπίνες τους. Τους περισσότερους δηλαδή.
Άνθρωποι που απλά έκαναν τη δουλειά τους, δίχως να συλλογίζονται ποτέ το μέγα μυστήριο του Σινεμά. Και σε αυτήν ακριβώς τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη ρουτίνα και το καθήκον βρίσκεται όλη εκείνη η ομορφιά, η αληθινή ομορφιά, που ο καημένος ο Μέντες δεν θα καταφέρει να αποδώσει ποτέ. Παράλληλα, η Ολίβια Κόλμαν τα δίνει όλα, το διαφυλετικό ρομάντζο μοιάζει φορσέ και φυτεμένο, και το μόνο που μένει είναι ένα μεγάλο φωτογενές τίποτα.
Οι «Μέρες ξηρασίας» ξεκινούν με το κυνήγι ενός αγριογούρουνου στα στενά μιας επαρχιακής πόλης, θυμίζοντάς μας έντονα την αντίστοιχη σεκάνς με τον λύκο στον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού. Εδώ, ένας αδιάφθορος εισαγγελέας θέτει στο στόχαστρό του όλες τις παθογένειες της τουρκικής κοινωνίας, ενώ μια υπόθεση βιασμού θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια σειρά συγκρούσεων, τις οποίες και αντιπαρέρχεται με κίνδυνο της ζωής του. Ο Εμίν Αλπέρ κάνει τα πάντα για να υπερτονίσει τη σημειολογική σαφήνεια των εικόνων του, τόσο που το κομμάτι της κοινωνικής κριτικής χάνεται πίσω από τη βιρτουοζιτέ - και το ανοιχτό φινάλε αμβλύνει ακόμα περισσότερο αυτές τις εντυπώσεις. Από την άλλη, οι δυνατές ερμηνείες ολόκληρου του καστ έρχονται να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην καλλιέπεια.
Στον δρόμο προς την Κίνα
Τέλος, το «Αστερίξ & Οβελίξ: Στον Δρόμο για την Κίνα» σκηνοθετείται από τον Γκιγιόμ Κανέ, που πρωταγωνιστεί, δίπλα στον Ζιλ Λελούς (σε δεύτερους, χαρακτηριστικούς ρόλους, οι Βενσάν Κασέλ και Μαριόν Κοτιγιάρ). Είναι μια εξαιρετικά φροντισμένη παραγωγή, διαθέτει μια κάποια δόση από την τρέλα των αυθεντικών κόμικς, καθώς και ορισμένα ομολογουμένως ξεκαρδιστικά λεκτικά γκαγκ που μένουν εν μέρει αμετάφραστα. Θεωρείται το μεγάλο εμπορικό χαρτί της εβδομάδας, κατανοητό. Εντύπωση όμως μου προκαλεί η υπερπροβολή του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς που είναι ζήτημα αν εμφανίζεται δυο λεπτά σε ολόκληρη την ταινία!
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ από τον Άκη Καπράνο