Ασφυκτικός κλοιός προβλημάτων στραγγαλίζει τον αγροτικό τομέα
Δομικές παθογένειες, κλιματική κρίση, ανταγωνιστικότητα και γεωπολιτικοί κλυδωνισμοί
Τα δομικά προβλήματα που διέπουν τον πρωτογενή τομέα, σε συνδυασμό με την επιτακτικότατα της διαχείρισης της κλιματικής κρίσης, με ταυτόχρονη εξασφάλιση των όρων ανταγωνιστικότητας των αγορών εν μέσω ισχυρών γεωπολιτικών κλυδωνισμών, έχουν οδηγήσει τους Ευρωπαίους αγρότες στους δρόμους.
Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ κόσμος στην Ευρώπη διαμαρτύρεται για εκτόξευση του κόστους παραγωγής και των χρεών, πτώση των τιμών παραγωγού, αυστηρά κοινοτικά ρυθμιστικά πλαίσια, φθηνές εισαγωγές από τρίτες χώρες, επιμένοντας ότι η σπουδαιότητα της συγκυρίας επαναπροσδιορισμού της αγροτικής δραστηριότητας έγκειται στην αναγκαιότητα επισιτιστικής εξασφάλισης της ευρωπαϊκής αγοράς.
Στην Ελλάδα η πρόσφατη συνάντηση εκπροσώπων των αγροτών με τον πρωθυπουργό προκάλεσε δυσαρέσκεια στον αγροτικό κόσμο, καθώς δεν ικανοποιήθηκαν τα «αιτήματα βιωσιμότητας», όπως τα χαρακτηρίζουν. Σε αυτό το πλαίσιο έχει προγραμματιστεί για σήμερα στη Νίκαια πανελλαδική σύσκεψη των μπλόκων προκειμένου να αποφασιστούν οι επόμενες κινήσεις. Εκπρόσωποι των αγροτοσυνδικαλιστών επισημαίνουν ότι «η κλιμάκωση και η κάθοδος στην Αθήνα είναι μονόδρομος».
Γιατί όμως είναι μονόδρομος οι κινητοποιήσεις για τον αγροτικό κόσμο; Όπως αναφέρει στη «Ν» ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπυρίδων Κίντζιος, «τόσο στην Ελλάδα όσο και
στην Ευρώπη έχουμε υποβαθμίσει τρομερά τη συμμετοχή της γεωργίας στην εθνική και πανευρωπαϊκή ανάπτυξη. Έχουμε υποτιμήσει τη συμβολή της στη μεταμόρφωση ολόκληρων των κοινωνιών μέσα από την επίτευξη της αγροδιατροφικής αυτάρκειας, εξέλιξη που σταδιακά, σε συνδυασμό με τη μετατόπιση του βάρους των οικονομικών δραστηριοτήτων στον κλάδο των υπηρεσιών, οδήγησε σε μια εγκατάλειψη της γεωργίας. Η γεωργία, παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας και την αύξηση της διατροφής, δεν έχει τη θέση που είχε πριν από πολλές δεκαετίες».
Αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο
Σύμφωνα με τον κ. Κίντζιο, «το ζήτημα είναι να ξαναγυρίσει το βάρος και πολιτικά, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, στην ανάπτυξη της γεωργίας σε ισχυρό πυλώνα ανάπτυξης κάθε χώρας. Πρέπει και η ΚΑΠ να αυξηθεί ως κονδύλι, που τώρα είναι μειωμένη περί τα 100 δισ. ευρώ και αυτό είναι μεγάλο λάθος. Παράλληλα βλέπουμε μια Ευρώπη που θέλει να είναι φιλοπεριβαλλοντική και καλά κάνει, αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το αποτέλεσμα της Πράσινης Συμφωνίας πάνω στην παραγωγή. Θα υπάρξει μείωση παραγωγής. Θα πρέπει να υπάρξει ένας συμβιβασμός σε αυτό το πεδίο. Επίσης, ο αγρότης θα πρέπει να ενισχυθεί γιατί δεν είναι ανταγωνιστική η αγροτική παραγωγή. Το κόστος παραγωγής είναι πολύ μεγάλο και ο παραγωγός εισπράττει πολύ μικρό μέρος της τελικής τιμής τροφίμων στο ράφι. Ο πληθωρισμός στο ράφι δεν οφείλεται στον αγρότη. Οι τιμές παραγωγού, ακόμα και αυξημένες, ισοδυναμούν σε ένα 3%-4% στην τελική τιμή. Επομένως χρειάζεται μια συνολική αναδιάρθρωση του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε την αγροτική παραγωγή, βεβαίως υπό όρους. Και οι αγρότες θα πρέπει
να εκσυγχρονιστούν, να εκπαιδευτούν στα σύγχρονα εργαλεία, να μη γίνεται σπατάλη πόρων, να υπάρχουν επιχειρηματικά σχέδια και στις μικρές εκμεταλλεύσεις και βέβαια να αναπτυχθούν τα συνεταιριστικά σχήματα. Πρέπει να γίνει πιο επαγγελματικός ο ρόλος του αγρότη. Στην Ελλάδα, ένα πάγιο αίτημα είναι η ύπαρξη αγροτικής πίστης. Δεν έχουμε αγροτική τράπεζα. Χρειάζεται να δοθούν κίνητρα ώστε τα συνεταιριστικά σχήματα να γίνουν
ελκυστικά, ενώ πρέπει να δοθεί έμφαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό της γεωργίας».
Ο ίδιος εκτιμά ότι η συγκυρία είναι απόλυτα ιδανική για να ανοίξει εκ νέου το κεφάλαιο της αγροτικής οικονομίας, επισημαίνοντας ότι εάν αυτό δεν γίνει, τότε η εξάρτηση της χώρας μας από εισαγωγές τροφίμων θα είναι μονόδρομος. «Στην Ελλάδα μειώνονται κατά περίπου 13% τα καλλιεργήσιμα εδάφη ανά πενταετία και αντίστοιχα μειώνεται ο αριθμός των
παραγωγών. Θα αναγκαστούμε να εισάγουμε ακόμα μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων μας και αυτό είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι είμαστε μια γεωργική χώρα. Πολλοί το ξεχνάνε αυτό. Η γεωργία στην Ελλάδα απασχολεί 600 χιλιάδες οικογένειες, και τα στοιχεία για τη συμβολή στο 3% του ΑΕΠ αμιγώς του πρωτογενούς τομέα είναι παραπλανητικά, γιατί δεν συνυπολογίζεται η συμβολή της γεωργίας στη βιομηχανία τροφίμων και τον τουρισμό».