Της Πρωτομαγιάς και της θάλασσας
ΚΑΘΕΣΑΙ, που λες, στην «πολυθρόνα γραφείου», που έχει αρχίσει να «τα παίζει» από την καθημερινή κούραση να σηκώνει το δικό σου βάρος, και ενεργοποιείς τον υπολογιστή σου.
Κοιτάζεις τα e-mails σου, απαντάς βιαστικά με ένα «Αντεύχομαι τα καλύτερα» σε όσους σου εύχονται «Καλή Ανάσταση» κι ύστερα πιάνεις το facebook, ποστάρεις το σημερινό σου χρονογράφημα και πατάς το play στο Youtube, όπου για σήμερα έχεις προγραμματίσει «Τhe 100 best of Bach».
Και είσαι αποφασισμένος να τα ακούσεις όλα, πίνοντας τον αχνιστό καφέ που έχεις ψήσει «με τα χεράκια σου», όπως κάθε πρωί, καθώς έχεις επιλέξει την απομόνωση του γραφείου, προκειμένου να ενημερωθείς και να σκεφθείς «τι θα γράψουμε σήμερα»...
Ο ήχος του Ιωάννη Σεβαστιανού απλώνεται σαν λάβα στον χώρο, τα πνευστά ηχούν σαν να θέλουν να ρίξουν τα τείχη της Ιεριχούς κι εσύ, ασυναίσθητα, κοιτάζεις από το παράθυρο.
Και το μάτι σταματά στο γαλάζιο. Θάλασσα! «Κι εγώ τι θέλω εδώ; Έχω πλάι μου τη θάλασσα, είναι Πρωτομαγιά και κάθομαι στην “πολυθρόνα γραφείου;”» σκέφτεσαι... Ο Μπαχ εξακολουθεί να οργιάζει με το «Καλώς συγκεκερασμένον κλειδοκύμβαλον» (well tempered clavier), αλλά εσύ έχεις φορέσει τα «σνίκερ», έχεις βάλει τη φόρμα και κατεβαίνεις τα σκαλιά.
«Την ψώνισε ο παππούς» σκέφτεται η εγγονή σου, που έχει διακοπές αυτό τον καιρό και ετοιμάζεται για βόλτα στα μαγαζιά με τις φίλες της, αλλά εσύ έχεις φύγει ήδη και κατεβαίνεις τη Ναυάρχου Βότση, βγαίνεις στο Μικρολίμανο και, με αργό τρεξιματάκι, παίρνεις «την παραλιακή», παρά θίν’ αλός...
«Τι καθόσουν τόσην ώρα μέσα ενώ έχεις πλάι σου τη θάλασσα;» λες στον κλειδωμένο σου εαυτό και τα πόδια σου πάνε μόνα τους, όπως τότε, που παίζατε μπάλα και για να αντέχετε περισσότερο, πίνατε σκέτο φραπέ με μια ασπιρίνη!
Καθώς προσποιείσαι ότι τρέχεις (στην ουσία βαδίζεις γοργά) το κεφάλι είναι στραμμένο δεξιά και μετράς κατάρτια. Κι όταν πάψεις να μετράς, έχεις φτάσει στο Καλαμάκι!
Είσαι κάθιδρος, κατάκοπος, σχεδόν εξουθενωμένος, αλλά ξέρεις ότι έχεις τις δυνάμεις να γυρίσεις στην Καστέλα, πάλι με τον ίδιο ρυθμό, αφού πάρεις από το περίπτερο ένα «μεσαίο» νεράκι σε πλαστικό μπουκάλι, το οποίο θα αδειάσεις αμέσως, μισό κατακέφαλα και μισό αργά αργά για να αναπληρώσεις τον ιδρώτα...
Και, καθώς επιστρέφεις, αντί να μετράς ξάρτια, σκέφτεσαι τα χρόνια που πέρασες πάντα κοντά στη θάλασσα και στους ανθρώπους της, ναυτικούς, εφοπλιστές, συνδικαλιστές.
Και σε γεμίζει αισιοδοξία η σκέψη ότι υπηρέτησες έναν χώρο που ξεπήδησε από τα ξέφτια του Μεγάλου Πολέμου και θρονιάστηκε στην κορυφή.
Δεν σταματάς, όμως, στην Καστέλα.
Συνεχίζεις, είναι πρωί ακόμη, μέχρι το λιμάνι. Πρωτομαγιά, δεν έχει βαπόρια, δεν έχει κίνηση, το λιμάνι είναι κάτι σαν τις μέρες της «καραντίνας».
Και εσύ, που έχεις κάνει κάμποσα χιλιόμετρα σήμερα, επιστρέφεις στην εστία σου, με αργό βάδισμα αυτή τη φορά, περνώντας έξω από το κτίριο του ΝΑΤ, που δεν είναι πια αυτό που ήταν, αλλά παραμένει ένα από τα ελάχιστα τοπόσημα του μεγάλου λιμανιού.
Καλή Ανάσταση να έχουμε. Όπως την εννοεί ο καθείς...