Το πολιτικό αίτημα του συνταγματικού χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους
Ηδιάκριση των σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας με την ενδεχόμενη κατάργηση του άρθρου 3 και της ιστορικής προμετωπίδας ή προοιμίου του Ελληνικού Συντάγματος αποβλέπει πιθανόν στον περιορισμό της «θρησκείας» μέσα στο χώρο της «ιδιωτικότητας».
Όσοι υποστηρίζουν την άποψη για μια θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, δηλαδή να παύσει η ανάμειξη του Κράτους με την ορθόδοξη χριστιανική εθιμοτυπία, δηλαδή η παύση της παρουσίας πολιτικών σε θρησκευτικές τελετές, στρατιωτικά αγήματα σε λιτανείες, επίσημες δοξολογίες, ορκωμοσίες πολιτικής ηγεσίας, πιθανόν να αγνοούν βασικές συνταγματικές προϋποθέσεις.
Οι τάσεις για θρησκευτική ουδετερότητα ταυτίζουν τις σχέσεις Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον δια-χωρισμό της κοινωνίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλλά όπως είπαμε αγνοούν το κανονικό δίκαιο ή δεν το αποδέχονται, αφού Εκκλησία δεν είναι μόνο ο κλήρος, αλλά ο κλήρος με τον λαό. Εσφαλμένα και πιθανόν από παρερμηνεία παραθεωρούν ότι το μέτρο της θρησκευτικότητας της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή του ελληνικού λαού, δεν είναι νομικό ζήτημα, ούτε χρήζει ρύθμισης με κανόνες δικαίου και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος.
Τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού δεν νομοθετήθηκαν, δεν επιβλήθηκαν με νόμο, για να καταργηθούν με νόμο, ούτε η διατήρησή τους έχει σχέση με τη νομοθεσία. Είναι γέννημα της απλής και άδολης ψυχής του Έλληνα, με το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και τη μαρτυρία του μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Εάν κάποιοι θεωρούν ενοχλητική την παρουσία των πολιτικών σε θρησκευτικές τελετές, δεν αποτελεί αντικείμενο νομικής ρύθμισης, αλλά έχει σχέση με τη ζωντανή σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την ορθόδοξη παράδοση και τη θρησκευτική μαρτυρία και όχι με τη συνταγματική, θεσμική σχέση του Κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ας το ξεκαθαρίσουμε, η παρουσία εκπροσώπων του Κράτους σε θρησκευτικές τελετές δεν προβλέπεται σε νομοθετικό πλαίσιο ούτε από το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος.
Οι θρησκευτικές τελετές είναι η απόδοση τιμής σε ήρωες και αγίους μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσω του ιστορικού ρόλου που διαδραμάτισαν για την ελεύθερη Ελλάδα ως χώρα μας. Η συμμετοχή δεν είναι υποχρεωτική για όποιον θα έχει συνειδησιακό πρόβλημα, μπορεί ο κάθε πολιτικός ή πολίτης να συμμετέχει μόνο στο πολιτικό μέρος του όλου εθνικού ή εκκλησιαστικού εορτασμού, υπό τις ευγενείς συνθήκες του ίσου σεβασμού προς όλους, πρβλ. παλιότερο βιβλίο μου: «Ιστορία Σύγχρονων Πολιτικών & Συνταγματικών Θεσμών, Ελλάδας-Ευρώπης».
Έτσι και τα σύμβολα σε δημόσιους χώρους δεν θίγουν την ουδετερότητα, αφού τα χριστιανικά σύμβολα σε δημόσιους χώρους θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι συγκροτούν ένα ιστορικό απόθεμα, εκ της σεβαστής ιστορικής μνήμης του γένους μας και του πολιτειακού συμβολισμού, τα οποία δεν συνιστούν καμία δήλωση θρησκευτικού θεοκρατισμού του Κράτους, ούτε και την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας των μη χριστιανών Ελλήνων πολιτών, αλλά δηλώνουν εμφανώς την πολιτισμική, ιστορική και νομική συνείδηση ενός γένους ηρώων και μαρτύρων!
Ήδη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και για τα θρησκευτικά σύμβολα σε δημόσιους χώρους έχει διευκρινιστεί νομικά η διάσταση αυτή του δεκτού πολιτισμικού συμβολισμού. Στη νομολογία του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου συναποτελούνται στοιχεία πολιτιστικής ταυτότητας της κοινωνίας, η διατήρηση εμπίπτει στο επιτρεπτό περιθώριο εκτίμησης του κάθε Κράτους, όταν δεν συνδυάζεται με τις πρακτικές της παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).